από 22 συνεδρίες
(Αποσπάσματα αφηγήσεων της Φ.Π. στη σχολική ψυχολόγο
Τάξη A – Σχολικό Έτος 2011 – 12)
Από το βιβλίο του Θάνου Μπλούνα με τίτλο «Η εξομολόγηση» (Οιωνός 2012)
(1)
(…) Η μαμά μου, κυρία, όταν τη ρωτούσα γιατί τα άλλα παιδιά πήγαιναν στο Δημοτικό κι εγώ δεν πήγαινα, μου έλεγε ότι ο γιατρός είπε να μείνω μερικά χρόνια παραπάνω από τα άλλα παιδιά στα νήπια, για να μεγαλώσω. Τώρα μεγάλωσα κι έγινα δέκα χρονών και είμαι στην Πρώτη Δημοτικού, αλλά η γιαγιά μου το ξεχνάει και νομίζει πως είμαι ακόμα στα νήπια. Γι΄ αυτό, όταν δεν καταλαβαίνω κάτι και τη ρωτάω, αντί να μου το εξηγήσει, μου λέει: «Και να σου το εξηγήσω, δεν θα καταλάβεις, γιατί είσαι μικρή ακόμα». Αυτό μου είπε και χτες, που ένας κύριος έφερε στο σπίτι μας κι άφησε ένα χαρτί για τον παππού, που εκείνη την ώρα έλειπε από το σπίτι.
Όταν γύρισε ο παππούς, η γιαγιά τού έδωσε το χαρτί και του είπε: «Πάρε αμέσως τηλέφωνο τον δικηγόρο σου, γιατί εδώ γράφει ότι πρέπει να πας να καταθέσεις…» «Τι θα πει καταθέσεις, γιαγιά;» τη ρώτησα. «Και να σου εξηγήσω, Φιλίτσα μου, είσαι μικρή και δεν θα καταλάβεις», μου απάντησε. Η Αρετή όμως, όταν τη ρώτησα τι θα πει αυτή η λέξη, μου εξήγησε πως καταθέσεις είναι τα λεφτά που τα βάζουμε στην τράπεζα, για να μη μας τα κλέψουν. Έτσι μου είπε κι εγώ το κατάλαβα, γιατί δεν είμαι πια μικρή, όπως νομίζει η γιαγιά.
Δεν έτυχε να σού μιλήσω άλλη φορά για την Αρετή, κυρία, γιατί δεν έχω καιρό που τη γνώρισα κι εγώ. Την έφερε ο παππούς μου, για να με προσέχει, όπως με πρόσεχε, όταν πήγαινα στα νήπια, η Άννα η …μπεμπισίτερ. Όμως το καλοκαίρι ο μπαμπάς, όταν έμαθε ότι η Άννα θα παντρευτεί μ’ έναν μαύρο, θύμωσε πολύ και την έδιωξε, γιατί ο μπαμπάς δεν τους χωνεύει ούτε τους μαύρους ούτε τους Αλβανούς ούτε τους άλλους ξένους, που ήρθαν και μένουν στην Ελλάδα. Γι΄ αυτό, τότε που παντρεύτηκε με τη μαμά, έδιωξε και τη Μαργαρίτα τη Φιλιππινέζα, που είχε έρθει από μια ξένη χώρα κι έκανε τότε τις δουλειές στο σπίτι, και στη θέση της από τότε έχουμε τη Λαμπρινή, που δεν ήρθε από καμιά ξένη χώρα αλλά από το χωριό της.
Τώρα που ο μπαμπάς έδιωξε και την Άννα, ο παππούς έφερε στη θέση της την Αρετή και ο μπαμπάς συμφώνησε να την κρατήσουμε, γιατί αυτή είναι από την Ελλάδα και του είπε πως είναι αρραβωνιασμένη με Έλληνα. Έτσι, τώρα, κυρία, αντί για την Άννα, έρχεται σχεδόν κάθε μέρα στο σπίτι η Αρετή. (…)
(2)
(…) Εγώ, κυρία, είχα συνηθίσει με την Άννα, γιατί ήταν καλή και μ’ αγαπούσε, όπως κι εσύ, και με άκουγε κι εκείνη να της μιλάω με τις ώρες. Γι’ αυτό στενοχωρήθηκα, όταν την έδιωξε ο μπαμπάς. Όμως τώρα που γνώρισα την Αρετή βλέπω πως είναι κι αυτή καλή σαν κι εσένα και μ’ αγαπάει, κι ας μην είναι ούτε σχολική ψυχολόγος όπως εσύ ούτε …μπεμπισίτερ σαν την Άννα. Η Αρετή, κυρία, είναι δασκάλα! Μόνο που δεν πηγαίνει για δουλειά σε κάποιο σχολείο, όπως κάνουν οι άλλες δασκάλες, αλλά έρχεται στο σπίτι τα απογεύματα, για να μου κάνει παρέα και να με βοηθάει και στα μαθήματα.
Εγώ, όταν άκουσα πως η Αρετή είναι δασκάλα, δεν ίο πίστεψα, γιατί είναι πολύ νέα. Το ίδιο είπε κι ο μπαμπάς, όταν την είδε, αλλά ο παππούς τού εξήγησε: «Φαίνεται πολύ νέα, αλλά τα φαινόμενα …πατούν. Έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο και μάλιστα είναι ειδική για …ταμέα. Τότε ο μπαμπάς τη ρώτησε αν έχει ξαναδουλέψει με κάποιο παιδί σαν κι εμένα και η Αρετή με κοίταξε ανήσυχη και του απάντησε: «Όχι, η Φιλίτσα είναι το πρώτο παιδί που αναλαμβάνω». Τότε ο παππούς, που κατάλαβε πως η Αρετή φοβήθηκε μήπως δεν τα καταφέρει, της είπε ότι στην αρχή θα είναι λίγο δύσκολα, αλλά μετά θα τα πάει μια χαρά. Και μετά της είπε: «Η Φιλίτσα μας δεν είναι ούτε δύσκολο παιδί ούτε σαν το αυτοκίνητο που δεν παίρνει μπρος με τίποτα. Όταν γνωρίσει κάποιον και ξεθαρρέψει το στόμα της πάει ροδάνι. Μόνο “το άλλο” πάει λίγο αργά και πρέπει να της μιλάμε όλοι αργά και καθαρά αλλά και δυνατά». «Αργά και καθαρά το καταλαβαίνω, αλλά γιατί δυνατά;» ρώτησε η Αρετή. «Γιατί είναι …βαρύκοκη», της εξήγησε ο παππούς. «Αν δεν ακούσει καλά μια λέξη ή δεν την καταλάβει και τη γράψει λάθος στο μυαλό της, δύσκολα θα την αλλάξει… Το καταπληκτικό πάντως είναι πως ό,τι γράψει -είτε το άκουσε σωστά και το κατάλαβε είτε όχι- κάποια στιγμή μπορεί να σου το ξεφουρνίσει σχεδόν ακριβώς όπως το άκουσε. Γι’ αυτό η γιαγιά της τη λέει “μαγνητοφωνάκι”».
Εγώ ήξερα πως η γιαγιά με λέει μαγνητοφωνάκι αλλά αυτό που είπε ο παππούς για το αυτοκίνητο που δεν έπαιρνε μπρος, δεν το ήξερα και με παραξένεψε. Γι΄ αυτό, όταν ο παππούς σταμάτησε να μιλά, του είπα: «Αφού το αυτοκίνητό σου είναι καινούριο, παππού, γιατί δεν παίρνει μπρος; Χάλασε κιόλας;» «Όχι, αλλά ξέχασα να του βάλω βενζίνη, Φιλίτσα μου!» μου εξήγησε ο παππούς και μετά κοίταξε την Αρετή και της είπε: «Βλέπετε; Η Φιλίτσα μας δεν είναι μόνο όμορφη σαν κούκλα, αλλά και μιλάει και ρωτάει. Κι όσο μεγαλώνει τόσο πιο πολλά καταλαβαίνει! Περισσότερα όμως για την κούκλα μας θα σας πει η ψυχολόγος. Φέτος έπιασε κι εκείνη δουλειά στο ιδιωτικό σχολείο που τη στέλνουμε, γιατί η προηγούμενη ψυχολόγος πήρε σύνταξη. Δεν είναι τόσο νέα όσο εσείς, αλλά στο μικρό διάστημα που την παρακολουθεί κατάφερε να την κάνει να της μιλά, όπως μιλούσε στη μαμά της… Ελπίζω να πάτε στο σχολείο ή στο σπίτι της, όπου δέχεται τα απογεύματα, για να σας …νημερώσει…».
Η Αρετή κούνησε το κεφάλι της, αλλά δεν είπε ούτε ναι ούτε τίποτα άλλο. Ούτε και η γιαγιά μου είπε τίποτα, γιατί, όταν ήρθε στο σπίτι για πρώτη φορά η Αρετή, η γιαγιά μου είχε πάει στην αδελφή της την Αριστέα.Όταν όμως γύρισε από την αδελφή της στο σπίτι και ο παππούς τής είπε πως στη θέση της Άννας κανόνισε να ’ρχεται η Αρετή, που είναι και δασκάλα, ευχαριστήθηκε. «Καλά έκανες!» του είπε. «Γιατί αυτός ο προκομμένος έτοιμος ήταν να το κλείσει σε …καναΐδρυμα το παιδί του, για να το ξεφορτωθεί». «Λες να μην το ξέρω;» της είπε ο παππούς. «Όταν του είπαν από το σχολείο ότι το παιδί χρειαζόταν και ιδιαίτερα στο σπίτι, μου είπε πως, αντί να πληρώνει τόσα λεφτά και στο ιδιωτικό και για ιδιαίτερα, ήταν προτιμότερο να το στείλει κάπου εσωτερικό. Θεό τον έκανα, ώσπου να τον καταφέρω να πει το ναι για τα ιδιαίτερα».
Εγώ δεν κατάλαβα ποιος ήταν αυτός ο Προκομμένος, που, όπως έλεγε η γιαγιά, ήταν έτοιμος να κλείσει το παιδί του σ’ αυτό το … καναΐδρυμα. Ούτε κατάλαβα τι ήταν αυτά τα ιδιαίτερα, που ανέφερε ο παππούς. Όμως δεν ρώτησα τίποτα, γιατί σκέφτηκα ότι η γιαγιά θα μου έλεγε πάλι πως όταν μεγαλώσω θα καταλάβω… (…)
(3)
(…) Η Λαμπρινή, κυρία, είναι νέα κι αυτή και πολύ όμορφη, όπως η Αρετή, αλλά δεν ξέρει να διαβάζει, γιατί στο σχολείο που πήγαινε, όταν ήταν στο χωριό της, δεν καταλάβαινε τίποτα και είπαν στον μπαμπά της να τη στείλει σε ένα άλλο ειδικό σχολείο στην πόλη. Ο μπαμπάς της όμως δεν είχε λεφτά να τη στείλει σ’ αυτό το άλλο σχολείο και είπε πως θα τη στείλει ..πηρέτρια και το έμαθε ο παππούς μου και πήγε και την έφερε ..πηρέτρια στο σπίτι μας. Αυτό έγινε πριν γεννηθώ εγώ, τότε που ο μπαμπάς είχε διώξει από το σπίτι τη Φιλιππινέζα, επειδή ήταν ξένη και δεν ήταν …Έλληνας.
Τότε ο παππούς έφερε στη θέση της τη Λαμπρινή, που δεν ήταν ξένη, κι ο μπαμπάς δέχτηκε να κρατήσουν τη Λαμπρινή για ..πηρέτρια κι ας μην ήταν έξυπνη, όπως η Φιλιππινέζα. Τώρα όμως ο μπαμπάς κάθε τόσο νευριάζει με τη Λαμπρινή και τη βρίζει και τη φωνάζει «ηλίθιο πλάσμα». Μια μέρα μάλιστα, που είχε θυμώσει πάλι μαζί της, νευρίασε και με τον παππού μου, που την έφερε στο σπίτι μας και του φώναξε «Πού το βρήκες αυτό το ηλίθιο πλάσμα και το κουβάλησες εδώ μέσα; Πιο ηλίθια ..πηρέτρια απ’ αυτή δεν υπάρχει στην Αθήνα». Όταν τον άκουσε ο παππούς πειράχτηκε και του είπε: «Αν δεν έδιωχνες τότε τη Φιλιππινέζα, επειδή ήταν ξένη, δεν θα είχα ανάγκη να ψάχνω στα χωριά να βρω άλλη. Όμως οι δικές μας δεν πάνε πια …πηρέτριες, μόνο ξένες βρίσκεις. Και η Λαμπρινή αν ήταν έξυπνη, δεν θα έμενε εδώ να μας πλένει τα βρακιά και να σ’ ακούει από πάνω να τη λες ηλίθια. Θα έμενε στο χωριό της να δουλεύει στα χωράφια».
Πρώτη φορά είδα τον παππού μου να μιλάει έτσι νευριασμένος στον μπαμπά. Κι αυτό γιατί ο μπαμπάς θυμώνει εύκολα και μου φαίνεται πως ο παππούς τον φοβάται λίγο. Μόνον η Λαμπρινή δεν τον φοβάται τον μπαμπά και του βγάζει γλώσσα. Όταν ο μπαμπάς τη φωνάζει και τη βρίζει, θυμάται πώς τον λέει η γιαγιά πίσω του και του φωνάζει κι εκείνη πως είναι αγριάνθρωπος και ..μπροικοθήρας.Όταν του φωνάζει έτσι, ο μπαμπάς θυμώνει πιο πολύ, αλλά της λέει «Έχε χάρη που είσαι ηλίθια, αλλιώς θα σου την είχα κόψει εγώ τη γλώσσα, ηλίθιο πλάσμα!»
Στην αρχή που ήρθε από το χωριό της στην Αθήνα η Λαμπρινή δεν έβγαινε από το σπίτι, γιατί φοβόταν τα αυτοκίνητα, κι άρχισε να βγαίνει μετά από πολύ καιρό, όταν τα συνήθισε.Ένα απόγευμα όμως, που είχε πάει μόνη της για βόλτα μακριά από το σπίτι, χάθηκε και δεν ήξερε τι να κάνει, αλλά τη βρήκε ο Κώστας που είναι νέος αστυνόμος και μας την έφερε. Από τότε ο Κώστας έρχεται και τη βλέπει στο δωμάτιό της και της φέρνει και δωράκια. Γι’ αυτό η Λαμπρινή αυτόν τον αστυνόμο τον ερωτεύτηκε και μου λέει πως θέλει να τον παντρευτεί, ενώ μερικούς άλλους αστυνόμους τους φοβάται, όπως φοβόταν στην αρχή τα αυτοκίνητα.
Η γιαγιά μου, όταν μιλάει για τη Λαμπρινή, δεν τη λέει ..πηρέτρια, αλλά τη λέει ,.κιακή βοηθό, γιατί έτσι λέει πως είναι το σωστό. Όταν όμως η Λαμπρινή κάνει καμιά ζημιά ή κάνει κάτι στραβά, γιατί δεν καταλαβαίνει, νευριάζει και τη μαλώνει και λέει «Αυτό το κορίτσι δεν είναι ..πηρέτρια, κακός μπελάς είναι. Άλλα της λες κι άλλα κάνει…» Έτσι νεύριασε και προχτές, που της είπε να βγάλει τα βιβλία από τη βιβλιοθήκη και να τα ξεσκονίσει. Η Λαμπρινή όμως δεν κατάλαβε ότι έπρεπε να τα βγάζει ένα ένα τα βιβλία και τα έβγαλε όλα μαζί κι όταν η γιαγιά τα είδε ανακατεμένα στο πάτωμα, της έβαλε τις φωνές. «Μη φωνάζεις, γιατί δεν φταίει η Λαμπρινή», της είπε τότε ο παππούς. «Ήξερες πως είναι λειψή από μυαλό κι έπρεπε να της δείξεις ότι τα βιβλία τα ξεσκονίζουν ένα ένα».
Εγώ όταν άκουσα ότι η Λαμπρινή είναι λειψή από μυαλό δεν το κατάλαβα, αλλά δεν ρώτησα ούτε τον παππού ούτε τη γιαγιά να μου το εξηγήσουν. Ρώτησα την Αρετή που μου εξήγησε ότι η Λαμπρινή έχει λιγότερο μυαλό κι από μένα που είμαι μικρή!Όταν το είπα αυτό στη Λαμπρινή, μου είπε: «Μπορεί να έχω λιγότερο μυαλό από σένα, αλλά έχω τα πιο μεγάλα και τα πιο όμορφα βυζιά απ’ όλα τα κορίτσια -ακόμα κι από της Αρετής! Αν δεν με πιστεύεις, ρώτα και τον παππού σου».
Εγώ την πίστεψα και δεν πήγα να ρωτήσω τον παππού, γιατί θυμήθηκα ότι μια μέρα, πριν ακόμα η μαμά πάει στον ουρανό, τον είχα ακούσει να το λέει αυτό στη Λαμπρινή. Μάλιστα της είπε πως, αν τον άφηνε να της χαϊδεύει στα κρυφά τα βυζιά της, κάθε χρόνο στη γιορτή της θα της έκανε δώρο μια λίρα. Η Λαμπρινή τον ρώτησε αν θα είναι αληθινή λίρα, γιατί μια άλλη που της είχε κάνει δώρο ο Κώστας ο αστυνόμος την Πρωτοχρονιά, την έδειξε μετά στη μαμά μου και η μαμά τής είπε πως η λίρα εκείνη ήταν ψεύτικη. Ο παππούς πάντως της είπε πως αυτός δεν κοροϊδεύει φτωχά κορίτσια με ψεύτικες λίρες, γιατί αυτό είναι αμαρτία. «Οι δικές μου οι λίρες είναι όλες αληθινές! Και μετά από λίγα χρόνια, με τις λίρες που θα σου δίνω δώρο στη γιορτή σου και με τους μιστούς που σου βάζω στο βιβλιάριο, θα έχεις έτοιμη την … μπροίκα σου να παντρευτείς!» Η Λαμπρινή τότε είπε «Αν είναι έτσι δέχομαι!» κι εγώ κατάλαβα πως δέχτηκε, γιατί θέλει να μαζέψει τις λίρες για να την παντρευτεί ο Κώστας. Αυτός, σκέφτηκα, είναι φτωχός και δεν έχει πραγματικές λίρες, αλλά μόνο ψεύτικες. Γι’ αυτό μόλις η Λαμπρινή του πει πως έχει ..μπροίκα με πραγματικές λίρες και του τις δείξει, θα την παντρευτεί αμέσως! Έτσι σκέφτηκα εγώ ότι σκέφτηκε η Λαμπρινή. Γι΄ αυτό είπε αμέσως στον παππού πως δέχεται κι ο παππούς, μόλις το άκουσε αυτό, της είπε: «Πάμε τότε στο δωμάτιό σου να σ’ τα χαϊδέψω, αλλά να ξέρεις! Αν το πεις πουθενά, δεν θα σ’ τη δώσω, τη λίρα!». Και η Λαμπρινή του είπε «Εντάξει, δεν θα το πω. Χαζή είμαι να χάσω τη λίρα;»
Αυτά που είχα ακούσει τότε τα είχα πει στη μαμά μου και η μαμά μού είπε να μην τα πω σε κανέναν άλλον. Κι όταν τη ρώτησα γιατί να μην τα πω, μου είπε πως αυτό είναι μυστικό, που θα το ξέρουμε μόνο εμείς οι δυο και δεν θα το πούμε σε κανέναν. Ούτε στον μπαμπά ούτε στη γιαγιά ούτε σε κανέναν άλλον! Αν σου ξεφύγει και το πεις πουθενά και το μάθουν, ο παππούς θα στενοχωρηθεί, η γιαγιά θα τη διώξει την καημένη τη Λαμπρινή κι ο μπαμπάς θα θυμώσει με τον παππού και θα τον κλείσει στο γηροκομείο. Έτσι μου είπε η μαμά, κυρία, κι εγώ δεν το είπα σε κανέναν άλλον! (…)
(4)
(…) Όλοι οι άνθρωποι, κυρία, έχουν μυστικά. Οι μεγάλοι έχουν περισσότερα μυστικά και τα παιδιά λιγότερα. Κι επειδή εγώ είμαι ακόμα παιδί, δεν έχω πολλά μυστικά. Ο μπαμπάς μου όμως, η γιαγιά μου και ο παππούς μου έχουν περισσότερα. Κι επειδή κάποια μυστικά τους τα ξέρω κι εγώ, μου έχουν πει να μην τα λέω στον κόσμο, γιατί…είναι μυστικά. Το ίδιο μου έλεγε και η μαμά μου. Επειδή ο μπαμπάς δεν την αγαπούσε και της φώναζε και τη χτυπούσε μπροστά μου, μου έλεγε πως αυτό ήταν μυστικό, όπως εκείνο με τον παππού που χαϊδεύει τα βυζιά της Λαμπρινής. Κι επειδή ήταν κι αυτό μυστικό, δεν έπρεπε να το πω σε κανέναν ότι ο μπαμπάς τη μάλωνε και τη χτυπούσε.
Την τελευταία φορά που ο μπαμπάς χτύπησε τη μαμά, κυρία, ήταν ένα απόγευμα που γύρισα από τα νήπια στο σπίτι με το σχολικό κι άκουσα καβγά στο δωμάτιό τους.
Μόλις έφτασα έξω από το δωμάτιό τους, άκουσα τη μαμά νευριασμένη να του λέει: «Διάβασα το…σεμές που σου ’γράψε η άλλη στο κινητό». Ο μπαμπάς τότε έγινε θηρίο και της είπε πως, αν ξαναψάξει τα πράγματά του, θα της τα κόψει τα χέρια. Δεν άκουσα τι άλλο είπαν, γιατί η μαμά, με είδε που είχα γυρίσει στο σπίτι και -χωρίς, να με φιλήσει και να με ρωτήσει πως τα πέρασα στο σχολείο, όπως έκανε τις άλλες μέρες- έκλεισε την πόρτα για να μην ακούω.Έτσι δεν άκουσα τη συνέχεια του καβγά, αλλά για αρκετή ώρα στεκόμουν έξω από την πόρτα κι άκουγα μόνο τις φωνές τους.
Κάποια στιγμή άκουσα τον μπαμπά να βρίζει πολύ δυνατά με το «γαμώτο», ν’ αναποδογυρίζει καρέκλες και κομοδίνα και να σπάζει βάζα και ποτήρια, όπως κάνει όταν είναι πάρα πολύ θυμωμένος.Ύστερα άκουσα τη μαμά μου να ουρλιάζει και φοβήθηκα ότι θα τη σκότωνε στο ξύλο και κατουρήθηκα. Η μαμά συνέχισε για λίγο να ουρλιάζει, αλλά μετά άνοιξε πάλι την πόρτα και βγήκε από το σπίτι τρέχοντας. Εγώ τρόμαξα που την είδα να κλαίει και να κρατάει την κοιλιά της που την πονούσε κι έβαλα κι εγώ τα κλάματα κι έτρεξα πίσω της, για να φύγω μαζί της, αλλά δεν την πρόλαβα. Η μαμά μπήκε στο αυτοκίνητό της, που ήταν σταματημένο έξω από το γκαράζ, έβαλε μπρος κι έφυγε με μεγάλη ταχύτητα, όπως βλέπουμε μερικές φορές στην τηλεόραση. Από τότε δεν την ξαναείδα τη μαμά μου. Η γιαγιά μου όμως μου είπε πως το αυτοκίνητο της μαμάς εκείνη τη μέρα τράκαρε μ’ ένα φορτηγό και η μαμά χτύπησε άσκημα και την πήγαν στο νοσοκομείο. Εκεί όμως πονούσε τόσο πολύ που ο Θεούλης τη λυπήθηκε και, για να μην πονάει, την πήρε κοντά του στον ουρανό!
Από τότε που έφυγε η μαμά μου και πήγε στον ουρανό, η γιαγιά μου μου λέει συνέχεια να μη στενοχωριέμαι. Εκείνη όμως είναι πολύ στενοχωρημένη και κάθεται συνέχεια κλεισμένη στο σπίτι και κλαίει ή μαλώνει με τον μπαμπά. Το ίδιο στενοχωρημένος φαίνεται να είναι κι ο παππούς, αλλά εκείνος δεν κάθεται κλεισμένος στο σπίτι σαν τη γιαγιά μου. Κάθε πρωί φεύγει για τις δουλειές του και γυρίζει το βράδυ. (…)
(5)
(…) Τη μαμά μου, κυρία, την έλεγαν Αλεξάντρα και τη φώναζαν όλοι Αλέκα, εκτός από μένα που τη φώναζα μαμά κι από τη Λαμπρινή, που τη φώναζε κυρία. Τη γιαγιά μου τη λένε Τριανταφυλλιά και τη φωνάζουν Φιλιώ. Όλοι οι μεγάλοι Φιλιώ τη φωνάζουν, εκτός από τον μπαμπά μου που τη φωνάζει …κουλόγρια και από τη Λαμπρινή που τη λέει γιαγιά, όπως τη λέω κι εγώ. Και τον παππού μου στην αρχή η Λαμπρινή τον έλεγε παππού, αλλά εκείνος της είπε να τον λέει κύριο Βαγγέλη και τώρα τον λέει κύριο Βαγγέλη. Και τον μπαμπά μου στην αρχή τον έλεγε θείο, αλλά της είπε να τον φωνάζει κύριε Τάσο ή μόνο κύριε.Έτσι τον φωνάζει τώρα τις πιο πολλές φορές, αλλά, όταν τη μαλώνει και τη βρίζει, το ξεχνάει το κύριε και τον φωνάζει αγριάνθρωπο και …μπροικοθήρα.
Στο σπίτι μας τώρα έχουν έρθει και η Δάφνη με τον Βασίλη. Η Δάφνη ήταν ..διαιτέρα του μπαμπά κι έμενε στον Πειραιά, που βρίσκεται το μεγάλο γραφείο του. Μερικές φορές όμως ερχόταν και τότε στο σπίτι μας- στο μικρό γραφείο του μπαμπά. Ο Βασίλης είναι κηπουρός και μένει στο σπιτάκι που βρίσκεται στον κήπο μας. Εκεί έμενε πριν από τον Βασίλη ο μπαρμπα-Γιάννης που ήταν κι αυτός κηπουρός, αλλά τώρα δεν είναι, γιατί ήταν πολύ γέρος και κουραζόταν και πήγε στο χωριό του να ξεκουραστεί.
Όταν έφυγε ο μπαρμπα-Γιάννης, η Δάφνη, που ήταν τότε ..διαιτέρα, είπε στον μπαμπά μου να πάρουμε κηπουρό τον Βασίλη, που τον ήξερε, γιατί ο Βασίλης εκτός από κηπουρός είναι και … αυλικός και έφτιαχνε τις χαλασμένες βρύσες στον Πειραιά. Στην αρχή ο μπαμπάς δεν τον ήθελε τον Βασίλη, γιατί ήρθε από την Αλβανία και είναι ξένος και ο μπαμπάς δεν τους χωνεύει τους ξένους. Η Δάφνη όμως του είπε πως ο Βασίλης δεν ήταν Αλβανός, αλλά ήταν Έλληνας από την Αλβανία. Του είπε ακόμα πως ο Βασίλης είναι πολύ καλό παιδί και πολύ καλύτερος κηπουρός από τον μπαρμπα-Γιάννη, που ήταν και γέρος, και ο μπαμπάς στο τέλος είπε: «Αφού είναι Έλληνας και είναι, όπως λες, καλό παιδί και καλός κηπουρός, πες του να ’ρθει να πιάσει δουλειά». Έτσι ο Βασίλης ήρθε στο σπίτι μας κι έφερε και τα πράγματά του κι εγώ χάρηκα πολύ, γιατί μαζί με τα πράγματά του έφερε κι ένα χαριτωμένο κάτασπρο σκυλάκι, που το λένε Μπενίτο. Η γιαγιά μου πάντως δεν χάρηκε όπως εγώ, γιατί τα σιχαίνεται τα σκυλιά, ακόμα και τον Μπενίτο, που είναι πολύ καλό σκυλάκι. Γι’ αυτό κάθε τόσο λέει για τον μπαμπά ότι «Δεν φτάνει που τον έβαλε η άλλη και μας κουβάλησε αυτόν τον νεαρό, που δεν έχει ιδέα από κήπους, έχουμε κάθε μέρα στα πόδια μας κι αυτό το βρομόσκυλο».
Ο Βασίλης με τον Μπενίτο ήρθαν στο σπίτι μας το καλοκαίρι, που δεν πήγαινα στα νήπια και λίγες μέρες αργότερα ήρθε στο σπίτι μας με τον μπαμπά μου και η Δάφνη. Αυτήν τη φορά δεν πήγαν για δουλειά στο μικρό γραφείο που έχει ο μπαμπάς, όπως έκαναν άλλες φορές, αλλά ο μπαμπάς της έδειξε όλα τα δωμάτια του σπιτιού, ακόμα και το υπόγειο και την αποθήκη. Στο τέλος, την πήγε να δει και το σπιτάκι που μένει ο Βασίλης κι εκεί την είδε ο Μπενίτο κι άρχισε να χοροπηδάει και να κουνάει την ουρίτσα του και να γαβγίζει χαρούμενος κι ο Βασίλης της είπε:
«Είδατε, κυρία Δάφνη; Σας γνώρισε αμέσως ο Μπενίτο!»
Εγώ παραξενεύτηκα που ο Βασίλης την είπε κυρία Δάφνη και όχι σκέτο Δάφνη, γιατί η Δάφνη δεν είναι μεγαλύτερη από αυτόν. Πιο πολύ όμως παραξενεύτηκα, όταν έφυγε η Δάφνη κι ο μπαμπάς μού είπε ότι η Δάφνη θα γίνει γυναίκα του και γι’ αυτό δεν πρέπει να τη φωνάζω με το όνομά της, αλλά να τη λέω μαμά. Αμέσως μετά φώναξε τη Λαμπρινή και της είπε κι εκείνης να μην ξαναφωνάξει τη Δάφνη με τ’ όνομά της, αλλά να τη λέει κυρία και να την ακούει και να κάνει ό,τι της λέει η Δάφνη. Τότε κατάλαβα γιατί ο Βασίλης δεν την είπε τη …διαιτέρα του μπαμπά ούτε Δάφνη ούτε κούκλα μου, όπως τον είχα ακούσει μια μέρα να τη λέει. Την είπε κυρία Δάφνη, γιατί ο μπαμπάς θα είχε πει και σ’ εκείνον να τη λέει κυρία.
Η γιαγιά, όταν της τα είπα αυτά, δεν είπε τίποτα. Μετά όμως, όταν έφυγε ο μπαμπάς μου για το γραφείο του στον Πειραιά, είπε στον παππού κάτι που δεν το κατάλαβα: «Δεν ντρέπεται που θα την κουβαλήσει μέσα στο σπίτι μας; Η άλλη ανασαίνει ακόμα». Πριν προλάβω να ρωτήσω τι ήθελε να πει μ’ αυτό, ο παππούς τής απάντησε: «Δεν είναι πια σπίτι μας! Δυστυχώς, τώρα είναι δικό του σπίτι. Γι’ αυτό πρέπει να κάνεις υπομονή και να μη μιλάς. Κι εσύ, Φιλίτσα μου, να κάνεις αυτό που σου είπε ο μπαμπάς, κι από δω και πέρα τη Δάφνη να τη φωνάζεις μαμά».
Έτσι μου είπε τότε κι ο παππούς και, όταν το είπα στον μπαμπά, μου φάνηκε ότι χάρηκε που το άκουσε.
Η γιαγιά μου όμως δεν χάρηκε καθόλου όταν η Δάφνη ήρθε να μείνει στο σπίτι μας και άδειασε την ντουλάπα από τα ρούχα της μαμάς, για να βάλει τα δικά της. Ούτε και η Δάφνη χάρηκε όμως μια μέρα που με άκουσε να λέω στον παππού «η μητριά μου», όπως τη λέει η γιαγιά. Ο παππούς μου τότε, που κατάλαβε πως η Δάφνη στενοχωρήθηκε, μου είπε: «Μην την ξαναπείς μητριά, Φιλίτσα, γιατί αν σε ακούσει ο μπαμπάς, θα θυμώσει πολύ. Εσύ δεν θα τη λες ούτε μητριά ούτε Δάφνη. Σου το ’χω ξαναπεί πως πρέπει να τη λες μαμά, όπως σου είπε κι ο μπαμπάς».
Έτσι μου είπε ο παππούς κι εγώ ίου είπα ότι αυτό ίο ξέρω, αλλά ίο ξεχνάω. Αυτό έπαθα και χτες που τη ζήτησε κάποιος στο τηλέφωνο και του είπα «Η μητριά μου δεν είναι εδώ, είναι με τον κηπουρό μας στον κήπο». Έτσι του είπα, κυρία. Αντί να πω «η μαμά μου» είπα «η μητριά μου». Ευτυχώς όμως που αυτό δεν το άκουσε ούτε η Δάφνη ούτε ο μπαμπάς, γιατί είχε πάει στον Πειραιά. (…)
(6)
(…) Τον μπαμπά μου, κυρία, τον φοβόμαστε όλοι στο σπίτι, γιατί θυμώνει εύκολα κι όταν θυμώνει είναι πολύ άγριος. Ακόμα και η γιαγιά, που κάθε τόσο μαλώνει μαζί του, φοβάται πως καμιά μέρα θα ορμήσει πάνω της και θα την πνίξει. Και η Λαμπρινή, που μερικές φορές …ταντιμιλάει και τον φωνάζει αγριάνθρωπο και …μπροικοθήρα, όταν ο μπαμπάς αγριεύει, τα χρειάζεται και το βάζει στα πόδια. Μόνο η Δάφνη δεν τον φοβάται τον μπαμπά, γιατί η γιαγιά λέει πως, από τότε που ο μπαμπάς τής φόρεσε στεφάνι, «του πήρε τον αέρα». Δεν ξέρω τι θα πει αυτό που λέει η γιαγιά για τον αέρα του μπαμπά, αλλά έχω προσέξει ότι δεν το λέει μπροστά του, γιατί τον φοβάται. Και για τη Δάφνη λέει ότι τον μπαμπά τον παντρεύτηκε, όχι γιατί τον αγαπάει, αλλά γιατί έχει λεφτά και της κάνει όλα τα χατίρια και της αγοράζει κάθε τόσο φορέματα και χρυσαφικά, ενώ εμένα δεν μου έχει αγοράσει ποτέ ούτε ένα παιχνίδι…
Εγώ πάντως, τότε που η Δάφνη παντρεύτηκε κι ήρθε να μείνει στο σπίτι μας, νόμιζα πως ο μπαμπάς θα τη μάλωνε και θα τη χτυπούσε κι αυτήν, όπως χτυπούσε τη μαμά μου. Όμως όλον αυτόν τον καιρό δεν την έχει χτυπήσει ούτε μια φορά. Μόνο μια φορά τη χτύπησε, αλλά αυτό έγινε τότε που η Δάφνη ήταν … διαιτέρα του. Εκείνη τη μέρα που τη χτύπησε ήταν δυο τους στο μικρό γραφείο που έχει ο μπαμπάς στο σπίτι, γιατί είχαν δουλειά με κάτι χαρτιά που του είχε φέρει από το μεγάλο γραφείο του μπαμπά, που είναι στον Πειραιά. Η μαμά με τη γιαγιά είχαν πάει στο νοσοκομείο να κάνουν παρέα στον παππού που είχε κάνει… χείρηση κι εγώ έπαιζα με τη Λαμπρινή στον κήπο, αλλά πήγα μέσα στο σπίτι να κάνω τα κακά μου κι άκουσα μέσα από το γραφείο του μπαμπά τη Δάφνη να βογκάει και να φωνάζει όλο αχ, αχ! Τότε νόμισα ότι η Δάφνη αρρώστησε ξαφνικά και φώναζε αχ, αχ γιατί πονούσε κάπου. Όμως ο μπαμπάς που τον ρώτησα μετά «γιατί βογκούσε η … διαιτέρα σου», μου εξήγησε ότι τη χτύπησε, γιατί ήταν απρόσεκτη. «Τα χαρτιά, που μου έφερε από τον Πειραιά, ήταν όλο λάθη και θύμωσα και την τιμώρησα, για να είναι πιο προσεκτική…Κατάλαβες;» με ρώτησε. «Κατάλαβα!» του είπα. Και τότε ο μπαμπάς μού είπε «Έλα δω, θέλω να σου πω και κάτι άλλο». Κι εγώ τότε πήγα κοντά του κι ο μπαμπάς, που είναι συνέχεια αγέλαστος όταν μου μιλάει, μου χάιδεψε τα μαλλιά, μου χαμογέλασε και με είπε κι αυτός μια φορά «Φιλίτσα μου», όπως με έλεγε η μαμά. «Αυτό που σου είπα, Φιλίτσα μου, είναι μυστικό και δεν πρέπει να το πεις σε κανέναν! Γιατί αν το πεις και το μάθει η μαμά σου, θα θυμώσει που χτύπησα τη Δάφνη, θα μαλώσουμε πάλι, θα νευριάσω και θα τη χτυπήσω κι εκείνη. Κατάλαβες;» με ξαναρώτησε. Κι εγώ του είπα πάλι πως κατάλαβα και πως ξέρω ότι τα μυστικά δεν τα μαρτυράμε… Γι’ αυτό και το μυστικό που μου φανέρωσε τότε ο μπαμπάς δεν το μαρτύρησα σε κανέναν, κυρία, και η Δάφνη ήταν από κείνη τη μέρα πιο προσεκτική κι ο μπαμπάς δεν την ξαναχτύπησε. (…)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ:
Τα μηνύματα που δημοσιεύονται στο χώρο αυτό εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους. Το STILIDA NEWS δεν υιοθετεί καθ' οιονδήποτε τρόπο τις απόψεις αυτές. Ο καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζει την γνώμη του, όποια και να είναι αυτή.
Δεν πρόκειται να λογοκρίνεται κανένα σχόλιο που θα περιλαμβάνει καλοπροαίρετη κριτική ή θα διορθώνει κάποιο δικό μας σφάλμα.Τα συκοφαντικά, υβριστικά, απειλητικά, εκβιαστικά, ρατσιστικά ή κοινωνικού αποκλεισμού μηνύματα θα διαγράφονται.
ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΕΙ ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟ ΔΥΝΑΤΟ.
Απαντήσεις από τον διαχειριστή μόνο στα επώνυμα σχόλια.