H “Σοσιαλιστική Προοπτική” και το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης
Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης*
Στην ελληνική κομματική τοπιογραφία απουσιάζει η κριτική. Το γεγονός δεν ξενίζει, ούτε γίνεται αντικείμενο πολιτικής ανάλυσης και θεωρητικού αναστοχασμού, εφόσον αποτελεί μία από εκείνες τις βεβαιότητες της πολιτικής καθημερινότητας μας, η οποία δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Αποδίδω, εν μέρει, αυτή την ένδεια του πολιτικού μας συστήματος σε ένα άλλο πιο σημαντικό φαινόμενο, το οποίο φαίνεται να περικλείει και τη δημόσια υποβάθμιση του πολιτικού επιχειρήματος: πρόκειται για το φαινόμενο της απουσίας στον ελλαδικό χώρο ενός καθημερινού πολιτισμού παραγωγικών συγκρούσεων.
Στην καθημερινότητά μας ότι εμφανίζεται στο προσκήνιο της δημοσιότητας έχει χαρακτήρα πρόσκαιρης προστριβής. Λίαν συντόμως σκουπίζονται τα πάντα κάτω από το … χαλί της αδράνειας! Έτσι στην εφαρμοσμένη πολιτική συνθλίβονται πρόσωπα και υπολήψεις εξαιτίας της αδυναμίας των κομματικών μηχανισμών να διακρίνουν ανάμεσα στο μικροκομματικό και το πολιτικό συμφέρον της χώρας και να λειτουργήσουν αντιστοίχως. Δε θα μακρηγορήσω επ΄ αυτού του ζητήματος, εφόσον απαιτεί χρόνο και χώρο για να αναπτυχθεί διεξοδικότερα. Σημειώνω, όμως, ότι το φαινόμενο δεν είναι, σε γενικές γραμμές, αποκλειστικώς ελληνικό, αλλά απλώς στα καθ΄ ημάς φαίνεται να έχει προσλάβει χαρακτηριστικά πολιτικού σφαγείου. Μετά από αυτές τις προοιμιακές παρατηρήσεις, νομίζω ότι μπορώ να προχωρήσω στο καθ΄ αυτό περιεχόμενο της ανακοίνωσής μου.
Με ενδιαφέρον παρακολούθησα τον κυβερνητικό ανασχηματισμό και με εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον το σχηματισμό “σκιώδους κυβέρνησης”, όπως πολιτογραφήθηκε, ήδη, ο όρος στη δημοσιότητα, από την πλευρά του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αφήνω, κατά μέρος, την κυβέρνηση και τα πραττόμενα της, διότι είναι ένα θέμα με το οποίο θα ασχοληθώ σε άλλα άρθρα μου και θα επικεντρώσω το ενδιαφέρον μου στην πρωτοβουλία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης να οργανώσει πολυμελή ομάδα, η οποία θα παρακολουθεί το κυβερνητικό έργο και θα συγκροτήσει το πρόγραμμα της “Νέας Δημοκρατίας”.
Μια πρώτη παρατήρηση: το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ζητάει, συνεχώς και επιμόνως, διεξαγωγή εκλογών με το γενικόλογο “επιχείρημα” ότι η κυβέρνηση είναι καταστροφική για τον τόπο – υπάρχει μια πλειάδα από συνθηματολογικές παραλλαγές αυτού του ισχυρισμού. Η “Νέα Δημοκρατία” θα συγκροτήσει τώρα το πρόγραμμά της, αλλά από ό,τι φαίνεται προηγουμένως ήταν έτοιμη να… κυβερνήσει. Δε μέμφομαι την ηγεσία του συγκεκριμένου κόμματος: κανένας κομματικός φορέας δεν έχει, αυτή τη στιγμή, πρόγραμμα για την ανόρθωση της χώρας και, ακόμη χειρότερα, κανένα κόμμα δεν έχει σαφή πολιτικό προσανατολισμό. Από εδώ προέρχεται και η πολιτική κρίση διαρκείας της πολιτικού μας συστήματος, όπου οι κυβερνώντες προφασίζονται ότι αποφασίζουν για το μέλλον της χώρας και οι πολίτες ότι συμμετέχουν στη διαμόρφωση της πραγματικότητας του τόπου.
Οι ψευδεπίγραφες διχοτομήσεις της πολιτικής μας κατάστασης, υπό τη μορφή μιας πρόχειρης διάταξης “εχθρού-φίλου” σε “ευρωπαϊστές-τριτοκοσμικούς”, “εκσυγχρονιστές- λαϊκιστές”, “εθνικιστές-διεθνιστές”, “φιλελεύθερους- κρατιστές”, “φασίστες-δημοκράτες” αποπροσανατολίζουν ακόμη περισσότερο την κοινή γνώμη και υποσκάπτουν κάθε δυνατότητα συγκρότησης ενός πολιτικού πολιτισμού παραγωγικών συγκρούσεων. Η χώρα χρειάζεται προσανατολισμούς σε διάφορα πεδία του δημόσιου βίου και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έως τώρα πολιτεύτηκε εμπειροτεχνικά ετεροπροσδιοριζόμενο από τις αποφάσεις και τις κινήσεις της κυβέρνησης, περιορίζοντας τις αιχμές διαφοροποίησής του μόνο στον οικονομικό τομέα. Αλλά και αυτό έγινε και γίνεται μέσα σε μια ρηχή και ανυπόφορη γενικολογία.
Από το σημείο αυτό εκκινεί και η δεύτερή μου ένσταση απέναντι στην, κατά τα άλλα, αποδεκτή προσπάθεια του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αντιγράψει πρακτικές από ξένα πρότυπα. Η συγκρότηση “σκιώδους κυβέρνησης” και η παρακολούθηση του κυβερνητικού έργου απαιτεί ο παρατηρητής να έχει συγκεκριμένη οπτική γωνία και αυτή δεν μπορεί να περιορίζεται στις απόψεις κάποιας μικρής ομάδας κοινοβουλευτικών ανδρών και γυναικών, αλλά να θεμελιώνεται στο συγκροτημένο πρόγραμμα του κόμματος και στον πολιτικό προσανατολισμό του. Η “Νέα Δημοκρατία”, όμως, δεν έχει ούτε πρόγραμμα, ούτε και προσανατολισμό. Πρόγραμμα δεν έχει διότι τώρα όρισε συγκεκριμένα άτομα για τη σύνταξή του. Ενώ η έλλειψη προσανατολισμού φαίνεται ξεκάθαρα στον ανερμάτιστο και χαοτικό δημόσιο λόγο των στελεχών της.
Η αδιαφορία για το πρόγραμμα γίνεται φανερή και από την επιλογή των προσώπων, τα οποία θα συγκροτήσουν αυτή τη “σκιώδη κυβέρνηση”. Εάν εστιάσουμε στη σύνθεση του πολιτικού προσωπικού, το οποίο θα αναλάβει τον έλεγχο του κυβερνητικού έργου, θα διαπιστώσουμε: α) οι επιλεγέντες “σκιώδεις” εκφράζουν το ιδεολογικοπολιτικό χάος στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, β) η επιλογή έγινε με γνώμονα την όξυνση των δημοσίων αντιπαραθέσεων και τον εκθεατρισμό του πολιτικού λόγου ως μια προσπάθεια κυριάρχησης στην ραδιοτηλοψία, γ) η αυτονόμηση των “σκιωδών” με τη σχετική πληθωρικότητα και τις προσβάσεις στο σύστημα πληροφόρησης θα λειτουργήσει εις βάρος εκείνων που θέλουν να εργαστούν εις βάθος και να προσφέρουν ουσιαστικές υπηρεσίες στο κόμμα και στο πολιτικό σύστημα και δ)επειδή η “Νέα Δημοκρατία” δεν είναι κόμμα αρχών, αλλά αρχηγικό πελατειοκεντρικό κόμμα, είναι πολύ πιθανό να αναπαραχθούν και εδώ οι προβληματικές πλευρές του.
Ότι τα συντηρητικά τμήματα της κοινωνίας δεν κατόρθωσαν να συγκροτήσουν έναν κομματικό φορέα, ο οποίος θα είναι σε θέση να παράγει αξιοσέβαστο πολιτικό λόγο, αποτελεί μια ακόμη ένδειξη για τον προβληματικό χαρακτήρα του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Και τίθεται το ερώτημα: γιατί να ενδιαφέρον οι αδυναμίες του συντηρητικού χώρου και του παλαιοκομματικού καθεστώτος τους δημοκράτες σοσιαλιστές;
Εκεί που δεν υπάρχει πρόγραμμα και επιχείρημα, εμφανίζεται η ιδιωφέλεια, η χυδαιότητα, η απειλή και η λεκτική – ενίοτε και η ανοικτή – βία. Θα προσέθετα εδώ και ένα άλλο είδος δομικής βίας: η βία αυτή γίνεται κυρίαρχη όταν αποφασίζονται οι τύχες και το μέλλον ενός λαού πίσω από κλειστές θύρες, μακριά από θεσμούς και δημοκρατικές πρακτικές.
Για αυτό το λόγο πρέπει να ενδιαφέρουν οι εξελίξεις στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης τους δημοκράτες σοσιαλιστές: το μικροπολιτικό σκεπτικό, όλων των εκφάνσεων της καθεστωτικής πολιτικής τάξης ότι όσο πιο αδύναμος ο αντίπαλος, τόσο καλύτερα – φαίνεται και στην ανώριμη πολιτικώς αντιπολιτευτική πρακτική της “Νέας Δημοκρατίας” - παραγνωρίζει την επικίνδυνη πίσω όψη του νομίσματος, ότι όσο πιο αδύναμος ο αντίπαλος, τόσο πιο πολλές οι πιθανότητες να αποδυναμωθεί και ο δικός σου πολιτικός λόγος μέσα σε μια γενικότερη καθίζηση των πάντων. Στις παρυφές του συντηρητικού κόμματος κάποιοι βιώνουν σήμερα αυτή την κατάσταση με ταπεινωτικό τρόπο: απέναντί τους έχουν έναν αδύναμο αντίπαλο, η αδυναμία του οποίου τους έχει παραλύσει τελείως, εφόσον έχει μεταφέρει σε “χαμηλότερο” σημείο το πεδίο της αντιπαράθεσης, και έτσι είναι αναγκασμένοι να διατελούν σε μόνιμη στάση αναμονής: απλώς εύχονται και ελπίζουν πως σήμερα, αύριο, κάποια στιγμή, τέλος πάντων, θα πέσει η κυβέρνηση!
Η αμηχανία ενώπιον της αδυναμίας του άλλου, είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ηγετικής ομάδας της “Νέας Δημοκρατίας”: από εδώ και το πολιτικώς ανεδαφικό αίτημα για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Η κυβέρνηση είναι αδύναμη να κυβερνήσει και η αντιπολίτευση αδύναμη να ρίξει μια κυβέρνηση, η οποία δεν μπορεί να κυβερνήσει: ποιος είναι ο πιο αδύναμος στην προκειμένη περίπτωση; Αδύναμη είναι η ίδια η χώρα: και το δημοκρατικό πατριωτικό καθήκον όλων των σοσιαλιστών απαιτεί διαφορετικού τύπου πολιτικά κόμματα, διαφορετικού τύπου πολιτικές συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις. Για αυτό πρέπει να ενδιαφέρει η πολιτική καχεξία της “Νέας Δημοκρατίας” τους δημοκράτες σοσιαλιστές.
Επί του προκειμένου της “σκιώδους κυβέρνησης”: τα κυριότερα σημεία ενός κυβερνητικού προγράμματος οφείλουν να περνάνε μέσα από τις προετοιμασίες και τις διαδικασίες ενός κομματικού συνεδρίου και όχι από τα μέλη μιας ομάδας “σκιωδών”. Έτσι θα αποφευγόταν εκείνη η φθοροποιός για την πολιτική πράξη και τάξη κατάσταση απόκλισης λόγων και έργων: η κομματική βάση θα ήταν υποχρεωμένη να σηκώσει το βάρος της ευθύνης κάποιων αποφάσεων, αντί να περιορίζεται στο ρόλο διεκπεραιωτή εκδουλεύσεων προς τους κομματικούς ταγούς και διανομέα υποσχέσεων και “ευεργεσιών” στην κομματική πελατεία.
Με ερωτούν, συχνάκις, γνωστοί και συγγενείς οι οποίοι κινούνται στον συντηρητικό πολιτικό χώρο για τα αδιέξοδα της “παράταξής” τους. Η απάντηση είναι πάντοτε μία: δεν είναι αδιέξοδο μιας “παράταξης”, αλλά αδιέξοδο του πολιτικού συστήματος. Και ένα βήμα για την υπέρβασή του ημπορεί να γίνει μέσα από την αλλαγή του εκλογικού νόμου και τη σμίκρυνση των εκλογικών περιφερειών. Αν η “σκιώδης κυβέρνηση” του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποτελείται από τον ανθό του – και δεν αναφέρομαι στις πολιτικές τους απόψεις με τις οποίες διαφωνώ, αλλά στην πολιτική τους αντίληψη και στην πολιτική ικανότητα τους – τότε ή είμαστε λαός περιορισμένων δυνατοτήτων ή κάποιο πρόβλημα έχει το σύστημα εκλογής των εθνικών αντιπροσώπων.
Αρνούμαι να συμβιβαστώ με την ιδέα ότι ένας πολιτικός φορέας, ο οποίος κυβέρνησε τόσα χρόνια τη χώρα, έχει προσβάσεις σε συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα και κοινωνικούς χώρους και μπορεί να αντλήσει από διάφορες κατευθύνσεις στελέχη να παρουσιάζει αυτή την θλιβερή κατάσταση.
Υ. Γ.: Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στην πολιτική από τον βλάκα και τον καιροσκόπο – ο καιροσκοπισμός αποτελεί βασική στρατηγική του βλάκα και ας τον υποτιμούν οι άλλοι – όταν επιβεβαιώνονται διαρκώς. Οπότε όποιος επιβραβεύει τη βλακεία τείνει να την μετατρέψει σε καθεστώς. Ηγέτες που θεωρούν ότι μπορούν να ελέγξουν τους βλάκες έχουν χαμηλή πολιτική αντίληψη: ο βλάκας δεν εμφανίζεται στο προσκήνιο για να αποσυρθεί, όταν εμφανιστούν πιο ικανοί από αυτόν. Και αυτό διότι ο βλάκας δε έχει αίσθηση ευθύνης. Αν είχε τέτοια αίσθηση δε θα ήταν βλάκας. Θα καταλάβαινε τα όριά του και θα αποχωρούσε. Ο βλάκας υπομένει τα πάντα για να είναι “μπροστά”. Παρών. “Ο κακός ξεκουράζεται καμιά φορά, ο βλάκας ποτέ…” (Ανατόλ Φρανς) Είναι, όμως, σφάλμα, να νομίζουμε ότι αρκείται στο ρόλο του γελωτοποιού των ισχυρών και του αρχηγού. Ακριβώς επειδή τον υποτιμούν όλοι – εκτός από τους διεφθαρμένους, που ξέρουν να ζυγίσουν τη σημασία του ρόλου του - αποτελεί κίνδυνο για όλο το πολιτικό σύστημα…
*Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής”
Με ενδιαφέρον παρακολούθησα τον κυβερνητικό ανασχηματισμό και με εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον το σχηματισμό “σκιώδους κυβέρνησης”, όπως πολιτογραφήθηκε, ήδη, ο όρος στη δημοσιότητα, από την πλευρά του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αφήνω, κατά μέρος, την κυβέρνηση και τα πραττόμενα της, διότι είναι ένα θέμα με το οποίο θα ασχοληθώ σε άλλα άρθρα μου και θα επικεντρώσω το ενδιαφέρον μου στην πρωτοβουλία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης να οργανώσει πολυμελή ομάδα, η οποία θα παρακολουθεί το κυβερνητικό έργο και θα συγκροτήσει το πρόγραμμα της “Νέας Δημοκρατίας”.
Μια πρώτη παρατήρηση: το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ζητάει, συνεχώς και επιμόνως, διεξαγωγή εκλογών με το γενικόλογο “επιχείρημα” ότι η κυβέρνηση είναι καταστροφική για τον τόπο – υπάρχει μια πλειάδα από συνθηματολογικές παραλλαγές αυτού του ισχυρισμού. Η “Νέα Δημοκρατία” θα συγκροτήσει τώρα το πρόγραμμά της, αλλά από ό,τι φαίνεται προηγουμένως ήταν έτοιμη να… κυβερνήσει. Δε μέμφομαι την ηγεσία του συγκεκριμένου κόμματος: κανένας κομματικός φορέας δεν έχει, αυτή τη στιγμή, πρόγραμμα για την ανόρθωση της χώρας και, ακόμη χειρότερα, κανένα κόμμα δεν έχει σαφή πολιτικό προσανατολισμό. Από εδώ προέρχεται και η πολιτική κρίση διαρκείας της πολιτικού μας συστήματος, όπου οι κυβερνώντες προφασίζονται ότι αποφασίζουν για το μέλλον της χώρας και οι πολίτες ότι συμμετέχουν στη διαμόρφωση της πραγματικότητας του τόπου.
Οι ψευδεπίγραφες διχοτομήσεις της πολιτικής μας κατάστασης, υπό τη μορφή μιας πρόχειρης διάταξης “εχθρού-φίλου” σε “ευρωπαϊστές-τριτοκοσμικούς”, “εκσυγχρονιστές- λαϊκιστές”, “εθνικιστές-διεθνιστές”, “φιλελεύθερους- κρατιστές”, “φασίστες-δημοκράτες” αποπροσανατολίζουν ακόμη περισσότερο την κοινή γνώμη και υποσκάπτουν κάθε δυνατότητα συγκρότησης ενός πολιτικού πολιτισμού παραγωγικών συγκρούσεων. Η χώρα χρειάζεται προσανατολισμούς σε διάφορα πεδία του δημόσιου βίου και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έως τώρα πολιτεύτηκε εμπειροτεχνικά ετεροπροσδιοριζόμενο από τις αποφάσεις και τις κινήσεις της κυβέρνησης, περιορίζοντας τις αιχμές διαφοροποίησής του μόνο στον οικονομικό τομέα. Αλλά και αυτό έγινε και γίνεται μέσα σε μια ρηχή και ανυπόφορη γενικολογία.
Από το σημείο αυτό εκκινεί και η δεύτερή μου ένσταση απέναντι στην, κατά τα άλλα, αποδεκτή προσπάθεια του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης να αντιγράψει πρακτικές από ξένα πρότυπα. Η συγκρότηση “σκιώδους κυβέρνησης” και η παρακολούθηση του κυβερνητικού έργου απαιτεί ο παρατηρητής να έχει συγκεκριμένη οπτική γωνία και αυτή δεν μπορεί να περιορίζεται στις απόψεις κάποιας μικρής ομάδας κοινοβουλευτικών ανδρών και γυναικών, αλλά να θεμελιώνεται στο συγκροτημένο πρόγραμμα του κόμματος και στον πολιτικό προσανατολισμό του. Η “Νέα Δημοκρατία”, όμως, δεν έχει ούτε πρόγραμμα, ούτε και προσανατολισμό. Πρόγραμμα δεν έχει διότι τώρα όρισε συγκεκριμένα άτομα για τη σύνταξή του. Ενώ η έλλειψη προσανατολισμού φαίνεται ξεκάθαρα στον ανερμάτιστο και χαοτικό δημόσιο λόγο των στελεχών της.
Η αδιαφορία για το πρόγραμμα γίνεται φανερή και από την επιλογή των προσώπων, τα οποία θα συγκροτήσουν αυτή τη “σκιώδη κυβέρνηση”. Εάν εστιάσουμε στη σύνθεση του πολιτικού προσωπικού, το οποίο θα αναλάβει τον έλεγχο του κυβερνητικού έργου, θα διαπιστώσουμε: α) οι επιλεγέντες “σκιώδεις” εκφράζουν το ιδεολογικοπολιτικό χάος στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, β) η επιλογή έγινε με γνώμονα την όξυνση των δημοσίων αντιπαραθέσεων και τον εκθεατρισμό του πολιτικού λόγου ως μια προσπάθεια κυριάρχησης στην ραδιοτηλοψία, γ) η αυτονόμηση των “σκιωδών” με τη σχετική πληθωρικότητα και τις προσβάσεις στο σύστημα πληροφόρησης θα λειτουργήσει εις βάρος εκείνων που θέλουν να εργαστούν εις βάθος και να προσφέρουν ουσιαστικές υπηρεσίες στο κόμμα και στο πολιτικό σύστημα και δ)επειδή η “Νέα Δημοκρατία” δεν είναι κόμμα αρχών, αλλά αρχηγικό πελατειοκεντρικό κόμμα, είναι πολύ πιθανό να αναπαραχθούν και εδώ οι προβληματικές πλευρές του.
Ότι τα συντηρητικά τμήματα της κοινωνίας δεν κατόρθωσαν να συγκροτήσουν έναν κομματικό φορέα, ο οποίος θα είναι σε θέση να παράγει αξιοσέβαστο πολιτικό λόγο, αποτελεί μια ακόμη ένδειξη για τον προβληματικό χαρακτήρα του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Και τίθεται το ερώτημα: γιατί να ενδιαφέρον οι αδυναμίες του συντηρητικού χώρου και του παλαιοκομματικού καθεστώτος τους δημοκράτες σοσιαλιστές;
Εκεί που δεν υπάρχει πρόγραμμα και επιχείρημα, εμφανίζεται η ιδιωφέλεια, η χυδαιότητα, η απειλή και η λεκτική – ενίοτε και η ανοικτή – βία. Θα προσέθετα εδώ και ένα άλλο είδος δομικής βίας: η βία αυτή γίνεται κυρίαρχη όταν αποφασίζονται οι τύχες και το μέλλον ενός λαού πίσω από κλειστές θύρες, μακριά από θεσμούς και δημοκρατικές πρακτικές.
Για αυτό το λόγο πρέπει να ενδιαφέρουν οι εξελίξεις στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης τους δημοκράτες σοσιαλιστές: το μικροπολιτικό σκεπτικό, όλων των εκφάνσεων της καθεστωτικής πολιτικής τάξης ότι όσο πιο αδύναμος ο αντίπαλος, τόσο καλύτερα – φαίνεται και στην ανώριμη πολιτικώς αντιπολιτευτική πρακτική της “Νέας Δημοκρατίας” - παραγνωρίζει την επικίνδυνη πίσω όψη του νομίσματος, ότι όσο πιο αδύναμος ο αντίπαλος, τόσο πιο πολλές οι πιθανότητες να αποδυναμωθεί και ο δικός σου πολιτικός λόγος μέσα σε μια γενικότερη καθίζηση των πάντων. Στις παρυφές του συντηρητικού κόμματος κάποιοι βιώνουν σήμερα αυτή την κατάσταση με ταπεινωτικό τρόπο: απέναντί τους έχουν έναν αδύναμο αντίπαλο, η αδυναμία του οποίου τους έχει παραλύσει τελείως, εφόσον έχει μεταφέρει σε “χαμηλότερο” σημείο το πεδίο της αντιπαράθεσης, και έτσι είναι αναγκασμένοι να διατελούν σε μόνιμη στάση αναμονής: απλώς εύχονται και ελπίζουν πως σήμερα, αύριο, κάποια στιγμή, τέλος πάντων, θα πέσει η κυβέρνηση!
Η αμηχανία ενώπιον της αδυναμίας του άλλου, είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ηγετικής ομάδας της “Νέας Δημοκρατίας”: από εδώ και το πολιτικώς ανεδαφικό αίτημα για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Η κυβέρνηση είναι αδύναμη να κυβερνήσει και η αντιπολίτευση αδύναμη να ρίξει μια κυβέρνηση, η οποία δεν μπορεί να κυβερνήσει: ποιος είναι ο πιο αδύναμος στην προκειμένη περίπτωση; Αδύναμη είναι η ίδια η χώρα: και το δημοκρατικό πατριωτικό καθήκον όλων των σοσιαλιστών απαιτεί διαφορετικού τύπου πολιτικά κόμματα, διαφορετικού τύπου πολιτικές συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις. Για αυτό πρέπει να ενδιαφέρει η πολιτική καχεξία της “Νέας Δημοκρατίας” τους δημοκράτες σοσιαλιστές.
Επί του προκειμένου της “σκιώδους κυβέρνησης”: τα κυριότερα σημεία ενός κυβερνητικού προγράμματος οφείλουν να περνάνε μέσα από τις προετοιμασίες και τις διαδικασίες ενός κομματικού συνεδρίου και όχι από τα μέλη μιας ομάδας “σκιωδών”. Έτσι θα αποφευγόταν εκείνη η φθοροποιός για την πολιτική πράξη και τάξη κατάσταση απόκλισης λόγων και έργων: η κομματική βάση θα ήταν υποχρεωμένη να σηκώσει το βάρος της ευθύνης κάποιων αποφάσεων, αντί να περιορίζεται στο ρόλο διεκπεραιωτή εκδουλεύσεων προς τους κομματικούς ταγούς και διανομέα υποσχέσεων και “ευεργεσιών” στην κομματική πελατεία.
Με ερωτούν, συχνάκις, γνωστοί και συγγενείς οι οποίοι κινούνται στον συντηρητικό πολιτικό χώρο για τα αδιέξοδα της “παράταξής” τους. Η απάντηση είναι πάντοτε μία: δεν είναι αδιέξοδο μιας “παράταξης”, αλλά αδιέξοδο του πολιτικού συστήματος. Και ένα βήμα για την υπέρβασή του ημπορεί να γίνει μέσα από την αλλαγή του εκλογικού νόμου και τη σμίκρυνση των εκλογικών περιφερειών. Αν η “σκιώδης κυβέρνηση” του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποτελείται από τον ανθό του – και δεν αναφέρομαι στις πολιτικές τους απόψεις με τις οποίες διαφωνώ, αλλά στην πολιτική τους αντίληψη και στην πολιτική ικανότητα τους – τότε ή είμαστε λαός περιορισμένων δυνατοτήτων ή κάποιο πρόβλημα έχει το σύστημα εκλογής των εθνικών αντιπροσώπων.
Αρνούμαι να συμβιβαστώ με την ιδέα ότι ένας πολιτικός φορέας, ο οποίος κυβέρνησε τόσα χρόνια τη χώρα, έχει προσβάσεις σε συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα και κοινωνικούς χώρους και μπορεί να αντλήσει από διάφορες κατευθύνσεις στελέχη να παρουσιάζει αυτή την θλιβερή κατάσταση.
Υ. Γ.: Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στην πολιτική από τον βλάκα και τον καιροσκόπο – ο καιροσκοπισμός αποτελεί βασική στρατηγική του βλάκα και ας τον υποτιμούν οι άλλοι – όταν επιβεβαιώνονται διαρκώς. Οπότε όποιος επιβραβεύει τη βλακεία τείνει να την μετατρέψει σε καθεστώς. Ηγέτες που θεωρούν ότι μπορούν να ελέγξουν τους βλάκες έχουν χαμηλή πολιτική αντίληψη: ο βλάκας δεν εμφανίζεται στο προσκήνιο για να αποσυρθεί, όταν εμφανιστούν πιο ικανοί από αυτόν. Και αυτό διότι ο βλάκας δε έχει αίσθηση ευθύνης. Αν είχε τέτοια αίσθηση δε θα ήταν βλάκας. Θα καταλάβαινε τα όριά του και θα αποχωρούσε. Ο βλάκας υπομένει τα πάντα για να είναι “μπροστά”. Παρών. “Ο κακός ξεκουράζεται καμιά φορά, ο βλάκας ποτέ…” (Ανατόλ Φρανς) Είναι, όμως, σφάλμα, να νομίζουμε ότι αρκείται στο ρόλο του γελωτοποιού των ισχυρών και του αρχηγού. Ακριβώς επειδή τον υποτιμούν όλοι – εκτός από τους διεφθαρμένους, που ξέρουν να ζυγίσουν τη σημασία του ρόλου του - αποτελεί κίνδυνο για όλο το πολιτικό σύστημα…
*Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής”
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ:
Τα μηνύματα που δημοσιεύονται στο χώρο αυτό εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους. Το STILIDA NEWS δεν υιοθετεί καθ' οιονδήποτε τρόπο τις απόψεις αυτές. Ο καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζει την γνώμη του, όποια και να είναι αυτή.
Δεν πρόκειται να λογοκρίνεται κανένα σχόλιο που θα περιλαμβάνει καλοπροαίρετη κριτική ή θα διορθώνει κάποιο δικό μας σφάλμα.Τα συκοφαντικά, υβριστικά, απειλητικά, εκβιαστικά, ρατσιστικά ή κοινωνικού αποκλεισμού μηνύματα θα διαγράφονται.
ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΕΙ ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟ ΔΥΝΑΤΟ.
Απαντήσεις από τον διαχειριστή μόνο στα επώνυμα σχόλια.