Αρχές του Αυγούστου 1944. Δεν έχει φέξει ακόμα κι ο σκοπός ειδοποιεί το σχηματισμό του ΕΛΑΣ, για κάποιαν ύποπτη κίνηση που παρατηρήθηκε στις εξωτερικές συνοικίες του Βύρωνα.
Άλλος σύνδεσμος φέρνει, σε λίγο, την πληροφορία πως κυκλώνεται ο συνοικισμός. Σώμα μιχτό: Γερμανοί και Τσολιάδες.
Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ είναι ασήμαντες μπροστά στον όγκο και τα μηχανοκίνητα του εχθρού. Όμως θα χτυπήσει. Πρέπει να δόσει καιρό να μαζευτούν τ’ Αρχεία των οργανώσεων και να πάρουνε μέτρα οι παράνομοι, που θα μείνουνε πίσω.
Η νύχτα, έτσι στα ξαφνικά, αναστατώνεται. Η μάχη έχει αρχίσει βίαιη, πεισματική από γωνιά σε γωνιά κι’ από σπίτι σε σπίτι.
Τα χωνιά γκαρδιώνουν τους πολεμιστές, τρομοκρατούνε τους τσολιάδες, ειδοποιούνε το συνοικισμό για ό,τι γίνεται, κ’ η μάχη βράζει μέσα στην πηχτή νύχτα.
Όταν είχαν όλα πια κανονιστεί, το μικρό τμήμα του ΕΛΑΣ, παίρνει διαταγή να τραβηχτεί. Ο συνοικισμός είναι κυκλωμένος από παντού. Μα η διαταγή είν’ αυστηρή. Έπρεπε ν’ ανοιχτεί δρόμος, για να γλυτώσουνε τον οπλισμό και με τις πιο λίγες θυσίες, να φύγουνε τα παιδιά στο βουνό.
Έτσι μπήκανε, μέρα πια πλατειά, στό συνοικισμό, τα σιδερόφραχτα τμήματα του εχθρού, ύστερ’ από πολύωρη μάχη, με μια φούχτα αμούστακα παληκάρια του εφεδρικού ΕΛΑΣ.
Χτυπούν οι καμπάνες. Οι τσολιάδες σκορπίζουνε σ’ όλους τους δρόμους και φοβερίζουνε.
Όλος ο κόσμος έπρεπε να μαζευτεί στην πλατεία, μέσα σε δέκα λεφτά. «Όποιος κρυφτεί, όποιος δοκιμάσει να φύγει, θα τουφεκιστεί επί τόπου, μαζί μ’ όλη τη φαμίλια του. Και το σπίτι του θα καίγεται…»
Κανένας δεν ξέρει ακόμα το σκοπό τούτης της πρωινής επιδρομής. Όλοι όμως είναι βέβαιοι πως για καλό δεν είναι. Και καθένας ετοιμάζει την ψυχή του, για να μπορέσει ν’ αντέξει σε σκληρές στιγμές και κακά μαντάτα.
Δε βλέπεις δάκρυα και δεν ακούς λιγμούς, την ώρα τούτη, που η κάθε φαμίλια αποχαιρετιέται πριν ξεκινήσει για τον άγνωστο κίντυνο. Είναι παράδοση πια, στις ανατολικές συνοικίες, να παίζει ο άνθρωπος μ’ αξιοπρέπεια και με γαλήνη το στερνό παιχνίδι με τον χάρο.
Η πλατεία βουίζει. Εν’ άναρθρο βούισμα που μοιάζει περισσότερο με σφηκοφωληάς αμυντική προετοιμασία, παρά με θόρυβο πολυάνθρωπης σύναξης που τη φρουρούνε αυτόματα και τανκς.
«Οι άντρες χωριστά!» Ακούγεται η πρώτη διαταγή.
Κάποια χέρια απλώνουνται κρυφά σφίγγουνται βιαστικά και καθένας παίρνει τη θέση του.
Τα μωρά ξέγνοιαστα χτυπούνε παλαμάκια και από της μάνας τους την αγκαλιά καλούνε τον πατέρα να προσέξει τα καμωματάκια τους και τα παιχνίδια.
Κι’ ο τσολιάς, που στάζει το φαρμάκι από τα χείλια του, απαντά στην παιδική αθωότητα με βρισιές και φοβέρες: «…Σε λιγάκι μωρό μου θα σου δώσω μια μπάλα να παίξεις.» και του δείχνει το κεφάλι του πατέρα, κάνοντάς του και την κίνηση, για να καταλάβει το μικρό πώς κόβεται ένα κεφάλι.
Οι γερμανοί ρωτούν τι ειπώθηκε.
Κ’ ύστερα γελούνε και χτυπούν αδελφικά την πλάτη του ευφυολόγου τσολιά.
Από την παράταξη των αντρών ξεχωρίζουνε οι γερμανοί τους πιο γερούς, τους πιο νέους.
Πότε – πότε ψαχουλεύουνε και τα μπράτσα τους για να εκτιμήσουνε την αντοχή.
Η υπόθεση αρχίσει να φωτίζεται. Σκλάβους γυρεύουνε για τους βιομηχανικούς στόχους της Γερμανίας.
Ξεχωρίζουνε 1500. Αυτό δεν ήτανε και τόσο δύσκολη δουλειά. Το δύσκολο είναι να βρεις τι κρύβεται πίσω από τ’ αυστηρά τούτα πρόσωπα, με το σκοτεινό βλέμα και τ’ ασάλευτα χείλη.
Δεν είναι και τόσο απλή ιστορία, το να στείλεις στα μετόπισθεν 1500 άντρες από έναν ανυπόταχτο συνοικισμό της Αθήνας!
Κάτι λένε μεταξύ τους, γερμανοί και τσολιάδες.
Κι αμέσως, τέσσερις σπιούνοι προχωρούνε και μπαίνουνε ανάμεσα στην αμίλητη μάζα. Έναν – έναν τους κοιτάζουνε στα μάτια. Και διαλέγουνε.
Έχουνε βάλει δώδεκα στην «πάντα».
Δώδεκα παληκάρια, που τα μάτια τους λένε ιστορίες παράξενες για ελευτεριά κι αγώνες.
Τους στήνουνε στον τοίχο τον έναν πλάι στον άλλον.
Κι άντικρα στο πλήθος.
Η ανάσα μόνο του κόσμου ακούγεται. Κι ο ρυθμός της έγινε κάπως πιο βιαστικός. Όλο τούτο το πλήθος είν’ οργανωμένο, από το γέρο ως το εξάχρονο παιδί. Και ξέρει τι πόστο αντιπροσωπεύει ο καθένας απ’ αυτή την πολύτιμη ντουζίνα…
Ο γερμανός αξιωματικός γαυγίζει μια διαταγή στη βάρβαρη γλώσσα του. Κι ο προδότης μεταφράζει, κοιτάζοντας τους 12.
«Θα τουφεκιστείτε τώρα!
Όποιος θέλει τη ζωή του, να μας πει ποιοι από τους 1500 είναι κομμουνιστές κι’ εαμίτες.»
Ένας βαθύς ανασασμός.
Χιλιάδες μάτια σταυροκοπούνε δεξά – ζερβά, διασταυρώνουνται, κ’ η συνεννόηση έχει γίνει.
Σιωπή!
Τη διαταγή την επαναλαμβάνει πιο έντονα.
Κ’ η φωνή του προδότη μοιάζει με τρομάρας κραυγή, σε μια έρημη νύχτα, που μηδ’ αγέρι φυσσά μηδέ φύλλο σαλεύει στ’ αμίλητα δέντρα.
Το απόσπασμα των τσολιάδων, με τ’ αυτόματα παίρνει θέση απέναντι στους 12 διαλεχτούς.
Κι αυτοί ήσυχοι ψηλά τα κεφάλια, με μάτι σίγουρο ατενίζουνε τον κόσμο.
Μόνο αν είσ’ από τις ανατολικές συνοικίες θα καταλάβεις τι είπανε αυτά τα μάτια.
Είπαν ευχαριστώ στον κόσμο για τη στάση του;
Δώκανε το σύνθημα της απόλυτης σιωπής;
Ή χαιρετίσανε, για στερνή φορά, μιας μανούλας τα μάτια,
ή ένα μωρό κατσαρομάλικο που τους κάνει χαρές από κάποιαν ακρούλα;
«Δεν μιλείτε λοιπόν;
Γκουτ!»
«Επί – σκοπόν!»
Δίνεται η διαταγή στο απόσπασμα.
Η σιωπή παλεύει με την καρδιά, γιατί αυτή χτυπά βαρειά κι ακούγεται! Και μέσα σ’ αυτή τη γαλήνη ένας κεραυνός.
Μια φωνή γερή, καμπανιστή, τρυπά την ερημιά, αναταράζει τις καρδιές, ανατριχιάζει το πλήθος, κι η ανάσα γίνεται άρυθμη και μοιάζει σα να πολεμά να πνίξει τον προδότη!
«Σταθείτε!»
Αυτό μονάχα είπε η φωνή. Χιλιάδες μάτια καρφώνουνται πάνω σ’ ένα πυρόξανθο κεφάλι που σαλεύει κι αγωνίζεται να ξεχωρίσει από τη μάζα.
Οι γερμανοί μπαίνουνε στη μέση. Χτυπούνε λαχτίζουνε, προσπαθούνε να ανοίξουνε δρόμο, για να φτάσει πιο γρήγορα κοντά τους ο καινούργιος… πιστός.
Ο κόσμος ξεδιακρίνει πια τον άνθρωπο με τη φωνή.
Δύο Επονίτες κλαίνε κάπου παράμερα. Είναι της παρέας τους!
Προδότης από την παρέα τους!
Αυτά τα δύο και αυτός που στέκεται τώρα ανάμεσα στους γερμανούς, είναι η γραμματεία της ΕΠΟΝ του Βύρωνα!…
Δεν είναι πια ανάσα τούτο π’ ακούγεται.
Είναι σκεπασμένη θύελλα που μουγκρίζει, είναι θυμός που θα ξεσπάσει, αγωνία που καίει κι αφανίζει.
Το παιδί με το πυρόξανθο κεφάλι, έχει μάτια γαλανά. Και καθώς τα βλέπεις, φλογισμένα κι άγρια, σούρχεται να κλαις.
Αυτός προδότης! Τέτοιο παληκάρι! Και τέτοια ιστορία…
«Τι έχεις να πείς;» τον ρωτούνε.
«Αυτοί οι δώδεκα είναι αθώοι! Αφήστε τους. Αυτοί δεν ξέρουνε. Εγώ θα σας δείξω τους κομμουνιστές!»
Το γέλιο φωτίζει των δημίων τα πρόσωπα. Φαίνεται καθαρά η χαρά, ο θρίαμβος, σ’ αυτό το στεγνό γέλιο.
«Γκουτ! Λέγε.»
Τα μάτια των μελλοθάνατων πετούνε φλόγες, που ζώνουνε τον παλιό συναγωνιστή, που ξέρει ο καθένας πως είναι σε θέση να τινάξη στον αέρα, σε μια στιγμή, την οργάνωση του Βύρωνα.
Κι από το πλήθος μέσα ξεκίνησε μια βραχνή φωνή παλόμενη, που έλεγε:
«Μη! Μη, Κασιμάτη!»
Μα η φωνή εμπέρδεψε και πνίγηκε σ’ ένα λιγμό, κ’ έτσι δεν έφτασε στ’ αυτί του φοιτητή Κασιμάτη που στέκεται μπροστά στον εχθρό, έτοιμος να μιλήσει.
«Λέγε λοιπόν! Ποιοι είναι;»
«Εγώ!»
«Μπράβο. Είσαι παληκάρι! Κ’ οι άλλοι;»
Ένα κύμα στοργής και θαυμασμού ξεκίνησε από τη μάζα και τυλίγει τον ήρωα. Κ’ οι αστραπές των ματιών, από τους 12 μελλοθάνατους, σχηματίζουνε φωτοστέφανο γύρω από το ξανθό κεφάλι του Επονίτη.
Για κείνον που δεν ξέρει να διαβάζει τις ψυχές, η πράξη του λεβέντη είναι μεγάλη μ α χ ω ρ ί ς σ κ ο π ό. Είν’ ένα ξέσπασμα όμορφο μα κι ασυλλόγιστο…
Για τον καθένα όμως Βυρωνιώτη αγωνιστή, η πράξη τούτη έχει σκοπούς, έχει στόχο.
Και μέσα της κλίνει μια νίκη πρώτη.
Ελπίδα, πως θα γλύτωναν τα 12 στελέχη, δεν είχε καμμιά το λαμπρό παληκάρι.
Ελπίδα, πως ο ίδιος θάβγαινε ζωντανός από τέτοιαν εξόρμηση, ήτανε ξεγραμένη.
Όμως είχε τη σιγουριά πως έτσι μετατοπίζει το ενδιαφέρο του εχθρού, σ’ ένα κρίσιμο λεπτό απάνω.
Βέβαιος, πως σηκώνει κύματα ενθουσιασμού στο πλήθος, που ο εχθρός σαδιστικά και με μεγάλη μαστοργιά, πολιορκούσε την ψυχή του.
Τούτη τη στιγμή, ο κίντυνος, πλανάται ανάμεσώ μας.
Δεν ξέρουμε, από τη μία στιγμούλα ως την άλλη, μπας και φανεί η αδυναμία. Μπας και παρουσιαστεί μια ξαφνική λιποψυχία.
Και τότε; Και «τότε» δεν πρέπει να υπάρξει.
Ε ί μ α ι α ρ χ η γ ό ς !
Απαγορεύω, εγώ στον κίντυνο να φανεί και λιγόψυχο να εκδηλωθεί. Σηκώνω φρούριο: Τον ενθουσιασμό της μάζας!
Έτσι εμίλησε το παληκάρι με την ψυχή του. Έκανε τα σχέδια και τινάχτηκε μπρός, όμορφος και μεγάλος διαφεντευτής της τιμής.
«Εγώ είμαι! Κανένας άλλος!»
Η φωνή του έγινε πύρινη προσταγή, προς τον ενθουσιασμό, να σηκωθεί σε κύμα πελώριο και να καταποντίσει κάθε αδυναμία που θα μπορούσε να φανεί.
Ο εχθρός εκνευρίστηκε! Τον βασανίζει. Αφήνει το σαδισμό του να ξεσπάσει σπάταλα. Αυτή η σπατάλη είναι η δεύτερη νίκη του παληκαριού.
Το επιστημονικό, σαδιστικό παιχνίδι, με την πολιορκημένη ψυχή του πλήθους χαλαρώνεται.
Το πλήθος παίρνει ανάσα, ενθουσιάζεται, ηλεκτρίζεται και της λιγοψυχίας το καβουράκι τρέχει να κρυφτεί όθε ξεκινούσε. Όλος ο επιστημονικός σαδισμός, χάνει τον αρχικό σκοπό και στόχο.
Εντοπίζεται το παιχνίδι του εχθρού στον ηρωικό επονίτη πάνω. Κι απαλάσσεται η μάζα!
Τον στήνουνε κι αυτόν στη σειρά.
Δέκατος τρίτος!
Το αυτόματο τραγουδά της ψυχής του ήρωα το τραγούδι: «ΕΜΠΡΟΣ ΕΛΑΣ!……»
Το πλήθος δεν κλαίει.
Χιλιάδες μάτια γελαστά, διασταυρώνονται με των δεκατριών παληκαριών την περήφανη ματιά.
Κι ο επονίτης Κασιμάτης επέρασε, σαν αρχηγός μιας κρίσιμης ώρας, στην ιστορία του κόσμου.
Οι 1500 ξεκινήσανε για τα γερμανικά κάτεργα.
Μα δεν υπάρχει επισήμανση!
Οι ελπίδες ενός γυρισμού τραγουδάνε μέσα τους.
Και πάντα, σε κάθε στροφή του τραγουδιού αυτού, ακούγεται τα’ όνομα του επονίτη Κασιμάτη.
ΘΕΜΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ
«Δίπλα σε όλους τους τίμιους Έλληνες πήρανε επάξια μέρος στην Εθνική αντίσταση κι οι λογοτέχνες μας: Στην απόλυτη πλειοψηφία τους, ―έξω από λίγες εξαιρέσεις που τις συνοδεύει η γενική περιφρόνηση― στάθηκαν πιστά παιδιά του λαού μας και συναγωνιστές στο σκληρόν αγώνα για τη λευτεριά του. Έριξαν κι αυτοί το βόλι τους στη μεγάλη μάχη της ανθρωπότητας για τη συντριβή του Φασισμού. Έδωσαν κι αίμα και θυσίες για το λυτρωμό του ανθρώπου από κάθε σκλαβιά. Για να ξαναπάρει η ζωή την ομορφιά που της έκλεψαν οι εχθροί κάθε καλού και δίκιου, πολέμησαν και πολεμούν ακόμα κι αυτοί δίπλα σε όλον το λαό. Και μέσα στης μάχης την αντάρα, σαν πραγματικοί πνευματικοί άνθρωποι και καλλιτέχνες δεν ξέχασαν και τον άλλο τον κύριο προορισμό τους. Δεν ξέχασαν την τέχνη τους. Την έκαναν τραγούδι και ποίημα, διήγημα και θέατρο. Έζησαν την αντίσταση σαν στρατευμένοι εργάτες του πνεύματος. Στις κρίσιμες στιγμές της Ελλάδας δείχτηκαν αντάξιοι με τον ήρωα λαό της. Η στάση τους αυτή θάναι πάντα παράδειγμα και κίνητρο στους νέους, τους αυριανούς διανοούμενους και καλλιτέχνες, δείχτης για το δρόμο το σωστό που πρέπει ν’ ακολουθούνε».
Άλλος σύνδεσμος φέρνει, σε λίγο, την πληροφορία πως κυκλώνεται ο συνοικισμός. Σώμα μιχτό: Γερμανοί και Τσολιάδες.
Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ είναι ασήμαντες μπροστά στον όγκο και τα μηχανοκίνητα του εχθρού. Όμως θα χτυπήσει. Πρέπει να δόσει καιρό να μαζευτούν τ’ Αρχεία των οργανώσεων και να πάρουνε μέτρα οι παράνομοι, που θα μείνουνε πίσω.
Η νύχτα, έτσι στα ξαφνικά, αναστατώνεται. Η μάχη έχει αρχίσει βίαιη, πεισματική από γωνιά σε γωνιά κι’ από σπίτι σε σπίτι.
Τα χωνιά γκαρδιώνουν τους πολεμιστές, τρομοκρατούνε τους τσολιάδες, ειδοποιούνε το συνοικισμό για ό,τι γίνεται, κ’ η μάχη βράζει μέσα στην πηχτή νύχτα.
Όταν είχαν όλα πια κανονιστεί, το μικρό τμήμα του ΕΛΑΣ, παίρνει διαταγή να τραβηχτεί. Ο συνοικισμός είναι κυκλωμένος από παντού. Μα η διαταγή είν’ αυστηρή. Έπρεπε ν’ ανοιχτεί δρόμος, για να γλυτώσουνε τον οπλισμό και με τις πιο λίγες θυσίες, να φύγουνε τα παιδιά στο βουνό.
Έτσι μπήκανε, μέρα πια πλατειά, στό συνοικισμό, τα σιδερόφραχτα τμήματα του εχθρού, ύστερ’ από πολύωρη μάχη, με μια φούχτα αμούστακα παληκάρια του εφεδρικού ΕΛΑΣ.
Χτυπούν οι καμπάνες. Οι τσολιάδες σκορπίζουνε σ’ όλους τους δρόμους και φοβερίζουνε.
Όλος ο κόσμος έπρεπε να μαζευτεί στην πλατεία, μέσα σε δέκα λεφτά. «Όποιος κρυφτεί, όποιος δοκιμάσει να φύγει, θα τουφεκιστεί επί τόπου, μαζί μ’ όλη τη φαμίλια του. Και το σπίτι του θα καίγεται…»
Κανένας δεν ξέρει ακόμα το σκοπό τούτης της πρωινής επιδρομής. Όλοι όμως είναι βέβαιοι πως για καλό δεν είναι. Και καθένας ετοιμάζει την ψυχή του, για να μπορέσει ν’ αντέξει σε σκληρές στιγμές και κακά μαντάτα.
Δε βλέπεις δάκρυα και δεν ακούς λιγμούς, την ώρα τούτη, που η κάθε φαμίλια αποχαιρετιέται πριν ξεκινήσει για τον άγνωστο κίντυνο. Είναι παράδοση πια, στις ανατολικές συνοικίες, να παίζει ο άνθρωπος μ’ αξιοπρέπεια και με γαλήνη το στερνό παιχνίδι με τον χάρο.
Η πλατεία βουίζει. Εν’ άναρθρο βούισμα που μοιάζει περισσότερο με σφηκοφωληάς αμυντική προετοιμασία, παρά με θόρυβο πολυάνθρωπης σύναξης που τη φρουρούνε αυτόματα και τανκς.
«Οι άντρες χωριστά!» Ακούγεται η πρώτη διαταγή.
Κάποια χέρια απλώνουνται κρυφά σφίγγουνται βιαστικά και καθένας παίρνει τη θέση του.
Τα μωρά ξέγνοιαστα χτυπούνε παλαμάκια και από της μάνας τους την αγκαλιά καλούνε τον πατέρα να προσέξει τα καμωματάκια τους και τα παιχνίδια.
Κι’ ο τσολιάς, που στάζει το φαρμάκι από τα χείλια του, απαντά στην παιδική αθωότητα με βρισιές και φοβέρες: «…Σε λιγάκι μωρό μου θα σου δώσω μια μπάλα να παίξεις.» και του δείχνει το κεφάλι του πατέρα, κάνοντάς του και την κίνηση, για να καταλάβει το μικρό πώς κόβεται ένα κεφάλι.
Οι γερμανοί ρωτούν τι ειπώθηκε.
Κ’ ύστερα γελούνε και χτυπούν αδελφικά την πλάτη του ευφυολόγου τσολιά.
Από την παράταξη των αντρών ξεχωρίζουνε οι γερμανοί τους πιο γερούς, τους πιο νέους.
Πότε – πότε ψαχουλεύουνε και τα μπράτσα τους για να εκτιμήσουνε την αντοχή.
Η υπόθεση αρχίσει να φωτίζεται. Σκλάβους γυρεύουνε για τους βιομηχανικούς στόχους της Γερμανίας.
Ξεχωρίζουνε 1500. Αυτό δεν ήτανε και τόσο δύσκολη δουλειά. Το δύσκολο είναι να βρεις τι κρύβεται πίσω από τ’ αυστηρά τούτα πρόσωπα, με το σκοτεινό βλέμα και τ’ ασάλευτα χείλη.
Δεν είναι και τόσο απλή ιστορία, το να στείλεις στα μετόπισθεν 1500 άντρες από έναν ανυπόταχτο συνοικισμό της Αθήνας!
Κάτι λένε μεταξύ τους, γερμανοί και τσολιάδες.
Κι αμέσως, τέσσερις σπιούνοι προχωρούνε και μπαίνουνε ανάμεσα στην αμίλητη μάζα. Έναν – έναν τους κοιτάζουνε στα μάτια. Και διαλέγουνε.
Έχουνε βάλει δώδεκα στην «πάντα».
Δώδεκα παληκάρια, που τα μάτια τους λένε ιστορίες παράξενες για ελευτεριά κι αγώνες.
Τους στήνουνε στον τοίχο τον έναν πλάι στον άλλον.
Κι άντικρα στο πλήθος.
Η ανάσα μόνο του κόσμου ακούγεται. Κι ο ρυθμός της έγινε κάπως πιο βιαστικός. Όλο τούτο το πλήθος είν’ οργανωμένο, από το γέρο ως το εξάχρονο παιδί. Και ξέρει τι πόστο αντιπροσωπεύει ο καθένας απ’ αυτή την πολύτιμη ντουζίνα…
Ο γερμανός αξιωματικός γαυγίζει μια διαταγή στη βάρβαρη γλώσσα του. Κι ο προδότης μεταφράζει, κοιτάζοντας τους 12.
«Θα τουφεκιστείτε τώρα!
Όποιος θέλει τη ζωή του, να μας πει ποιοι από τους 1500 είναι κομμουνιστές κι’ εαμίτες.»
Ένας βαθύς ανασασμός.
Χιλιάδες μάτια σταυροκοπούνε δεξά – ζερβά, διασταυρώνουνται, κ’ η συνεννόηση έχει γίνει.
Σιωπή!
Τη διαταγή την επαναλαμβάνει πιο έντονα.
Κ’ η φωνή του προδότη μοιάζει με τρομάρας κραυγή, σε μια έρημη νύχτα, που μηδ’ αγέρι φυσσά μηδέ φύλλο σαλεύει στ’ αμίλητα δέντρα.
Το απόσπασμα των τσολιάδων, με τ’ αυτόματα παίρνει θέση απέναντι στους 12 διαλεχτούς.
Κι αυτοί ήσυχοι ψηλά τα κεφάλια, με μάτι σίγουρο ατενίζουνε τον κόσμο.
Μόνο αν είσ’ από τις ανατολικές συνοικίες θα καταλάβεις τι είπανε αυτά τα μάτια.
Είπαν ευχαριστώ στον κόσμο για τη στάση του;
Δώκανε το σύνθημα της απόλυτης σιωπής;
Ή χαιρετίσανε, για στερνή φορά, μιας μανούλας τα μάτια,
ή ένα μωρό κατσαρομάλικο που τους κάνει χαρές από κάποιαν ακρούλα;
«Δεν μιλείτε λοιπόν;
Γκουτ!»
«Επί – σκοπόν!»
Δίνεται η διαταγή στο απόσπασμα.
Η σιωπή παλεύει με την καρδιά, γιατί αυτή χτυπά βαρειά κι ακούγεται! Και μέσα σ’ αυτή τη γαλήνη ένας κεραυνός.
Μια φωνή γερή, καμπανιστή, τρυπά την ερημιά, αναταράζει τις καρδιές, ανατριχιάζει το πλήθος, κι η ανάσα γίνεται άρυθμη και μοιάζει σα να πολεμά να πνίξει τον προδότη!
«Σταθείτε!»
Αυτό μονάχα είπε η φωνή. Χιλιάδες μάτια καρφώνουνται πάνω σ’ ένα πυρόξανθο κεφάλι που σαλεύει κι αγωνίζεται να ξεχωρίσει από τη μάζα.
Οι γερμανοί μπαίνουνε στη μέση. Χτυπούνε λαχτίζουνε, προσπαθούνε να ανοίξουνε δρόμο, για να φτάσει πιο γρήγορα κοντά τους ο καινούργιος… πιστός.
Ο κόσμος ξεδιακρίνει πια τον άνθρωπο με τη φωνή.
Δύο Επονίτες κλαίνε κάπου παράμερα. Είναι της παρέας τους!
Προδότης από την παρέα τους!
Αυτά τα δύο και αυτός που στέκεται τώρα ανάμεσα στους γερμανούς, είναι η γραμματεία της ΕΠΟΝ του Βύρωνα!…
Δεν είναι πια ανάσα τούτο π’ ακούγεται.
Είναι σκεπασμένη θύελλα που μουγκρίζει, είναι θυμός που θα ξεσπάσει, αγωνία που καίει κι αφανίζει.
Το παιδί με το πυρόξανθο κεφάλι, έχει μάτια γαλανά. Και καθώς τα βλέπεις, φλογισμένα κι άγρια, σούρχεται να κλαις.
Αυτός προδότης! Τέτοιο παληκάρι! Και τέτοια ιστορία…
«Τι έχεις να πείς;» τον ρωτούνε.
«Αυτοί οι δώδεκα είναι αθώοι! Αφήστε τους. Αυτοί δεν ξέρουνε. Εγώ θα σας δείξω τους κομμουνιστές!»
Το γέλιο φωτίζει των δημίων τα πρόσωπα. Φαίνεται καθαρά η χαρά, ο θρίαμβος, σ’ αυτό το στεγνό γέλιο.
«Γκουτ! Λέγε.»
Τα μάτια των μελλοθάνατων πετούνε φλόγες, που ζώνουνε τον παλιό συναγωνιστή, που ξέρει ο καθένας πως είναι σε θέση να τινάξη στον αέρα, σε μια στιγμή, την οργάνωση του Βύρωνα.
Κι από το πλήθος μέσα ξεκίνησε μια βραχνή φωνή παλόμενη, που έλεγε:
«Μη! Μη, Κασιμάτη!»
Μα η φωνή εμπέρδεψε και πνίγηκε σ’ ένα λιγμό, κ’ έτσι δεν έφτασε στ’ αυτί του φοιτητή Κασιμάτη που στέκεται μπροστά στον εχθρό, έτοιμος να μιλήσει.
«Λέγε λοιπόν! Ποιοι είναι;»
«Εγώ!»
«Μπράβο. Είσαι παληκάρι! Κ’ οι άλλοι;»
Ένα κύμα στοργής και θαυμασμού ξεκίνησε από τη μάζα και τυλίγει τον ήρωα. Κ’ οι αστραπές των ματιών, από τους 12 μελλοθάνατους, σχηματίζουνε φωτοστέφανο γύρω από το ξανθό κεφάλι του Επονίτη.
Για κείνον που δεν ξέρει να διαβάζει τις ψυχές, η πράξη του λεβέντη είναι μεγάλη μ α χ ω ρ ί ς σ κ ο π ό. Είν’ ένα ξέσπασμα όμορφο μα κι ασυλλόγιστο…
Για τον καθένα όμως Βυρωνιώτη αγωνιστή, η πράξη τούτη έχει σκοπούς, έχει στόχο.
Και μέσα της κλίνει μια νίκη πρώτη.
Ελπίδα, πως θα γλύτωναν τα 12 στελέχη, δεν είχε καμμιά το λαμπρό παληκάρι.
Ελπίδα, πως ο ίδιος θάβγαινε ζωντανός από τέτοιαν εξόρμηση, ήτανε ξεγραμένη.
Όμως είχε τη σιγουριά πως έτσι μετατοπίζει το ενδιαφέρο του εχθρού, σ’ ένα κρίσιμο λεπτό απάνω.
Βέβαιος, πως σηκώνει κύματα ενθουσιασμού στο πλήθος, που ο εχθρός σαδιστικά και με μεγάλη μαστοργιά, πολιορκούσε την ψυχή του.
Τούτη τη στιγμή, ο κίντυνος, πλανάται ανάμεσώ μας.
Δεν ξέρουμε, από τη μία στιγμούλα ως την άλλη, μπας και φανεί η αδυναμία. Μπας και παρουσιαστεί μια ξαφνική λιποψυχία.
Και τότε; Και «τότε» δεν πρέπει να υπάρξει.
Ε ί μ α ι α ρ χ η γ ό ς !
Απαγορεύω, εγώ στον κίντυνο να φανεί και λιγόψυχο να εκδηλωθεί. Σηκώνω φρούριο: Τον ενθουσιασμό της μάζας!
Έτσι εμίλησε το παληκάρι με την ψυχή του. Έκανε τα σχέδια και τινάχτηκε μπρός, όμορφος και μεγάλος διαφεντευτής της τιμής.
«Εγώ είμαι! Κανένας άλλος!»
Η φωνή του έγινε πύρινη προσταγή, προς τον ενθουσιασμό, να σηκωθεί σε κύμα πελώριο και να καταποντίσει κάθε αδυναμία που θα μπορούσε να φανεί.
Ο εχθρός εκνευρίστηκε! Τον βασανίζει. Αφήνει το σαδισμό του να ξεσπάσει σπάταλα. Αυτή η σπατάλη είναι η δεύτερη νίκη του παληκαριού.
Το επιστημονικό, σαδιστικό παιχνίδι, με την πολιορκημένη ψυχή του πλήθους χαλαρώνεται.
Το πλήθος παίρνει ανάσα, ενθουσιάζεται, ηλεκτρίζεται και της λιγοψυχίας το καβουράκι τρέχει να κρυφτεί όθε ξεκινούσε. Όλος ο επιστημονικός σαδισμός, χάνει τον αρχικό σκοπό και στόχο.
Εντοπίζεται το παιχνίδι του εχθρού στον ηρωικό επονίτη πάνω. Κι απαλάσσεται η μάζα!
Τον στήνουνε κι αυτόν στη σειρά.
Δέκατος τρίτος!
Το αυτόματο τραγουδά της ψυχής του ήρωα το τραγούδι: «ΕΜΠΡΟΣ ΕΛΑΣ!……»
Το πλήθος δεν κλαίει.
Χιλιάδες μάτια γελαστά, διασταυρώνονται με των δεκατριών παληκαριών την περήφανη ματιά.
Κι ο επονίτης Κασιμάτης επέρασε, σαν αρχηγός μιας κρίσιμης ώρας, στην ιστορία του κόσμου.
Οι 1500 ξεκινήσανε για τα γερμανικά κάτεργα.
Μα δεν υπάρχει επισήμανση!
Οι ελπίδες ενός γυρισμού τραγουδάνε μέσα τους.
Και πάντα, σε κάθε στροφή του τραγουδιού αυτού, ακούγεται τα’ όνομα του επονίτη Κασιμάτη.
ΘΕΜΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ
«Δίπλα σε όλους τους τίμιους Έλληνες πήρανε επάξια μέρος στην Εθνική αντίσταση κι οι λογοτέχνες μας: Στην απόλυτη πλειοψηφία τους, ―έξω από λίγες εξαιρέσεις που τις συνοδεύει η γενική περιφρόνηση― στάθηκαν πιστά παιδιά του λαού μας και συναγωνιστές στο σκληρόν αγώνα για τη λευτεριά του. Έριξαν κι αυτοί το βόλι τους στη μεγάλη μάχη της ανθρωπότητας για τη συντριβή του Φασισμού. Έδωσαν κι αίμα και θυσίες για το λυτρωμό του ανθρώπου από κάθε σκλαβιά. Για να ξαναπάρει η ζωή την ομορφιά που της έκλεψαν οι εχθροί κάθε καλού και δίκιου, πολέμησαν και πολεμούν ακόμα κι αυτοί δίπλα σε όλον το λαό. Και μέσα στης μάχης την αντάρα, σαν πραγματικοί πνευματικοί άνθρωποι και καλλιτέχνες δεν ξέχασαν και τον άλλο τον κύριο προορισμό τους. Δεν ξέχασαν την τέχνη τους. Την έκαναν τραγούδι και ποίημα, διήγημα και θέατρο. Έζησαν την αντίσταση σαν στρατευμένοι εργάτες του πνεύματος. Στις κρίσιμες στιγμές της Ελλάδας δείχτηκαν αντάξιοι με τον ήρωα λαό της. Η στάση τους αυτή θάναι πάντα παράδειγμα και κίνητρο στους νέους, τους αυριανούς διανοούμενους και καλλιτέχνες, δείχτης για το δρόμο το σωστό που πρέπει ν’ ακολουθούνε».
Έτσι ξεκινάει ο πρόλογος του βιβλίου 15 διηγήματα από την αντίσταση (υπογράφεται από το Τμήμα Μόρφωσης – Διαφώτισης του Κ. Σ. της ΕΠΟΝ) που εκδόθηκε ―μάλλον― το 1944 από το περιοδικό «Νέα Γενιά» της ΕΠΟΝ.
Στην έκδοση αυτή που ανατυπώθηκε και κυκλοφόρησε το 1983 (Γ΄ έκδοση) από τις εκδόσεις Ειρήνη, παρουσιάζονται διηγήματα των Έλλης Αλεξίου, Μέλπως Αξιώτη, Βασίλη Ρώτα, Γαλάτειας Καζαντζάκη, Μενέλαου Λουντέμη και άλλων -δεκαπέντε συνολικά- λογοτεχνών.
Από το βιβλίο επιλέξαμε και μεταφέρουμε στο διαδίκτυο το διήγημα του Θέμου Κορνάρου Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ που αναφέρεται στο Μπλόκο του Βύρωνα (7 Αυγούστου του 1944) και στον ηρωισμό του 20χρονου στελέχους της ΕΠΟΝ Παναγιώτη Κασιμάτη. Παραθέτουμε πρώτα τα λιγοστά βιογραφικά στοιχεία για τον συγγραφέα που προηγούνται (μαζί με το σκίτσο) του διηγήματος στην πρώτη έκδοση. Στην αντιγραφή διατηρείται η ορθογραφία της έκδοσης.
ΘΕΜΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ. Γεννήθηκε στην Κρήτη στα 1906. Προσπάθησε να σπουδάσει μόνος του, χωρίς να το μπορέσει ως το τέλος. Έτσι επέρασε από επάγγελμα σε επάγγελμα, σε σκληρές εργατικές δουλειές ως τα 1933, που έβγαλε τα πρώτα του βιβλία, «Άγιον Όρος» και «Σπιναλόγκα». Εξακολούθησε να ζει ως εργάτης μέχρι τα 1944. Έχει εκδόσει μέχρι σήμερα 10 βιβλία. Γι’ αυτά διώχτηκε και φυλακίστηκε. Το τελευταίο του βιβλίο είναι το «Στρατόπεδο του Χαϊδαριού».
zanterevolucion.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ:
Τα μηνύματα που δημοσιεύονται στο χώρο αυτό εκφράζουν τις απόψεις των αποστολέων τους. Το STILIDA NEWS δεν υιοθετεί καθ' οιονδήποτε τρόπο τις απόψεις αυτές. Ο καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζει την γνώμη του, όποια και να είναι αυτή.
Δεν πρόκειται να λογοκρίνεται κανένα σχόλιο που θα περιλαμβάνει καλοπροαίρετη κριτική ή θα διορθώνει κάποιο δικό μας σφάλμα.Τα συκοφαντικά, υβριστικά, απειλητικά, εκβιαστικά, ρατσιστικά ή κοινωνικού αποκλεισμού μηνύματα θα διαγράφονται.
ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΕΙ ΤΟ ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟ ΔΥΝΑΤΟ.
Απαντήσεις από τον διαχειριστή μόνο στα επώνυμα σχόλια.